Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀϑηρόβρωτον

См. также в других словарях:

  • ἀθηρόβρωτον — ἀθηρόβρωτος devouring chaff masc/fem acc sg ἀθηρόβρωτος devouring chaff neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»