-
1 αθηρόβρωτον
ἀθηρόβρωτοςdevouring chaff: masc /fem acc sgἀθηρόβρωτοςdevouring chaff: neut nom /voc /acc sg -
2 ἀθηρόβρωτον
ἀθηρόβρωτοςdevouring chaff: masc /fem acc sgἀθηρόβρωτοςdevouring chaff: neut nom /voc /acc sg -
3 ἀθηρη-λοιγός
ἀθηρη-λοιγός, Hachelverderber, heißt die Worfschaufel Od. 11, 128. 23, 275; vgl. ἀϑηρόβρωτον.
-
4 ὄργανον
ὄργανον, τό (ΕΡΓ), das Werkzeug, das, womit man Etwas ins Werk setzt; ἀϑηρόβρωτον, Soph. frg. 404, der auch κλᾶε δ' ὀργάνων ὅτου ψαύσειεν οἷς ἐχρῆτο, Trach. 901, von dem vergifteten Gewande sagt; λογχοποιῶν ὄργανα Eur. Bacch. 1206, λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις Phoen. 116; ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον, οἷον οἱ σκυτοτόμοι, Plat. Conv. 191 a; ὁπόσα ἄλλα ὄργανα τῆς περὶ τὰ ἀμφιέσματα γενέσεως κοινωνεῖ, Polit. 281 e; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Legg. XII, 956 a, öfter; auch sogar ὄργανον ἐν ὄρεσιν, von Baumholz, Legg. 678 d; κυβευτικά, Aesch. 1, 59; Xen. u. Folgde, bes. von Maschinen, z. B. im Kriege; vgl. Pol. 1, 23, 5. 8, 7, 2; Arist. eth. 8, 11 nennt ὄργανον einen δοῦλον ἄψυχον, wie δοῦλος ein ὄργανον ἔμψυχον. Auch ὄργανα δι' ὧν αἰσϑάνεται ἡμῶν τὸ αἰσϑανόμενον ἕκαστον, Plat. Theaet. 185 c; dah. unser »Organ«. – Von musikalischen Instrumenten, πολύχορδα, πολυαρμόνια, Plat. Rep. III, 399 c; Arist. u. A. – Soph. brauchte es auch = ἔργον, das Werk selbst, μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον, frg. 464; vgl. Valcken. zum Schol. Eur. Phoen. 115.
См. также в других словарях:
ἀθηρόβρωτον — ἀθηρόβρωτος devouring chaff masc/fem acc sg ἀθηρόβρωτος devouring chaff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθηρόβρωτος — ἀθηρόβρωτος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώγει, που καταστρέφει τα γένια τού σταχυού 2. φρ. «ἀθηρόβρωτον ὄργανον», λιχνιστήρι (πρβλ. ἀθηρηλοιγός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθὴρ* + βρωτὸς < βιβρώσκω (= κατατρώγω)] … Dictionary of Greek