Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀθρόως

См. также в других словарях:

  • ἀθρόως — ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) ἀθρόος in crowds adverbial ἀθρόος in crowds masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁθρόως — ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) ἀθρόος in crowds adverbial ἀθρόος in crowds masc acc pl (doric) ἀθρόος in crowds adverbial (attic) ἀθρόος in crowds masc/fem acc pl (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вънезапь — (2*) нар. То же, что вънезапѹ: елени горы нѣ ѿкуду пришедше внезапь. (ἀθρόως) ГБ XIV, 1446; || сразу, мгновенно: ими же [днями] ра||здѣлѩютсѩ вышнѩ˫а. словесы неизгл҃емыми ѹчинѩема. и не внезапь въздаема всемогущему слову. (οὐκ ἀθρόως) ГБ XIV,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • вънезапы — (2*) нар. То же, что вънезапѹ: Тъкъмо не ожидаи въ тинѣ гр҃ѣвьнѣи. ѥгда погрѩзениѥ вънезапы || приимеши. Изб 1076, 57 об.–58; внезапы надѣ˫аньѥ получать. (ἀθρόως) ГБ XIV, 149г. Ср. вънезапа, вънезапъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • напрасно — (90) нар. 1. Неожиданно, внезапно, вдруг: въпросиша о пока˫авъшиихъсѧ. и напрасно ѹмьръшиихъ. Изб 1076, 248 об.; Ѥгда на поли льтьстьмь. сто˫аше кънѧже борисе. напрасно пристѹпиша орѹжьници незнаѥми. Стих 1156–1163, 106 об.; и абиѥ напрасно… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

  • αληδόν — ἁληδὸν (Α) [ἁλής] «αθρόως, εξαίφνης» …   Dictionary of Greek

  • καγχλάζω — (Α) καγχάζω («καγχλάζει ἀθρόως γελᾷ», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών καγχάζω + καγχαλώ αντί *καγχάλζω] …   Dictionary of Greek

  • μέργιζε — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀθρόως ἔσθιε» …   Dictionary of Greek

  • μονόξυλος — η, ο (ΑΜ μονόξυλος, ον) 1. ο κατασκευασμένος από ένα μόνο ξύλο ή από έναν κορμό δέντρου 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόξυλο(ν) τύπος μικρού πρωτόγονου σκάφους, το οποίο κατασκευάζεται με κοίλανση τού κορμού ενός μεγάλου δένδρου (α. «μονοξύλοις… …   Dictionary of Greek

  • πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»