-
1 αθροισμος
атт. ἁθροισμός ὅ собрание, сбор -
2 εναποθεσις
-
3 συναθροισμος
См. также в других словарях:
αθροισμός — ἀθροισμός, ο (Α) [ἀθροίζω] η άθροιση* … Dictionary of Greek
ἀθροισμός — condensation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοῖς — ἀθροισμός condensation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοί — ἀθροισμός condensation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμοῦ — ἀθροισμός condensation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῷ — ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμόν — ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθροισμῶι — ἀθροισμῷ , ἀθροισμός condensation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμούς — ἀθροισμούς , ἀθροισμός condensation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁθροισμόν — ἀθροισμόν , ἀθροισμός condensation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)