-
1 εναποθεσις
-
2 εναπόθεσις
(-εως) η1) откладывание (куда-л.); помещение на склад; 2) отложение (пород и т. п.); 3) накипь;§ εναπόθεσις ελπίδων — возлагание надежд
См. также в других словарях:
ἐναπόθεσις — depositing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα … Dictionary of Greek