Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐναπόθεσις

См. также в других словарях:

  • ἐναπόθεσις — depositing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναπόθεση — η (Α ἐναπόθεσις) η απόθεση σ έναν τόπο, εναποθήκευση, συσσώρευση, κατάθεση νεοελλ. οι γεώδεις ύλες και τα άλατα που κάθονται πάνω στην εσωτερική επιφάνεια τού ατμολέβητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»