-
1 συναθροισμος
См. также в других словарях:
συναθροισμός — collection masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναθροισμός — ὁ, Α [συναθροίζω] 1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.) 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν … Dictionary of Greek
συναθροισμοῦ — συναθροισμός collection masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναθροισμῷ — συναθροισμός collection masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναθροισμόν — συναθροισμός collection masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СОСЛОВИЕ — К числу книжных славянизмов, вошедших в активный состав русского литературного языка в период так называемого «втор ого южнославянского влияния» (XIV XVI вв.), относится слово сословие. А. Г. Преображенский думал, что оно представляет собою,… … История слов