-
1 αθαλασσωτος
-
2 αθαλάσσωτος
η, ο [ος, ον ]1) не привыкший к морю, сухопутный (о человеке); 2) не имеющий финансовых затруднений; 3) не испорченный морской водой ( о продуктах и т. п.) -
3 ἀθαλάσσωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθαλάσσωτος
-
4 αθαλάττωτοι
-
5 ἀθαλάττωτοι
-
6 αθαλάττωτος
-
7 ἀθαλάττωτος
-
8 ἀθαλάσσευτος
ἀθᾰλάσσ-ευτος, ον,A = ἀθαλάσσωτος, Poll.1.121.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθαλάσσευτος
-
9 ἀθάλασσος
A without sea, far from it, inland, Men.462.9.2 = ἀθαλάσσωτος, βασιλεύς Max.Tyr.1.3;ἔμπορος Secund.Sent.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθάλασσος
-
10 Lubber
subs.Land lubber: use adj., P. and V. χερσαῖος (Thuc. 7, 67; Eur., And. 457), Ar. ἀθαλάσσωτος (Ran. 204).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lubber
См. также в других словарях:
αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… … Dictionary of Greek
αθαλάσσωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο. 2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀθαλάττωτοι — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθαλάττωτος — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* … Dictionary of Greek