Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀθαλάσσωτος

См. также в других словарях:

  • αθαλάσσωτος — η, ο (Α αθαλάσσωτος, ον και ἀθαλάττωτος, ον) [θαλασσώνω] 1. ασυνήθιστος στη θάλασσα, μη θαλασσινός, στεριανός 2. αυτός που δεν περιέχει θαλασσινό νερό νεοελλ. 1. αυτός που δεν ρίχτηκε, που δεν έπεσε στη θάλασσα, δεν βράχηκε από θάλασσα 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αθαλάσσωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έκανε θαλασσινό ταξίδι, που δεν ξέρει από θάλασσα: Ο άνθρωπος, αθαλάσσωτος, άρχισε να ανακατεύεται μόλις ξεκίνησε το πλεούμενο. 2. αυτός που έμεινε χωρίς να «θαλασσωθεί», να «σαλατοποιηθεί»: Στο τέλος δεν είχε αφήσει τίποτε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθαλάττωτοι — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαλάττωτος — ἀθαλάσσωτος unused to the sea masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαλάσσευτος — ἀθαλάσσευτος, ον (Α) ο αθαλάσσωτος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»