-
1 ἀηδέω
A feel disgust at, δείπνῳ ἀηδήσειεν v.l. for ἁδήσειεν in Od.1.134, cf. [full] ἀηδῆσαι· κοπιάσαι, καμεῖν, Hsch., cf.EM23.26. -
2 ἀηδής
2 generally, unpleasant,οὐδέν οἱ ἀηδέστερον ἔσεσθαι Hdt.7.101
, cf. Pl.Lg. 893a, al.: freq.in Pl.of narration, ἀηδές or οὐκ ἀηδές ἐστι, Ap. 33c, 41b, Phd. 84d: [comp] Comp., Hdt. l.c.: [comp] Sup. , Phdr. 240b.II of persons, disagreeable, odious,ἀπογηράσκων ἀ. γίγνεται Alex.278
, cf. D.47.28, Arist. EN 1108a30, Thphr.Char.20.1; τινί to one, Pl.Phd. 91b, Phld.Ir. p.51 W.III Adv.- δῶς unpleasantly, ; ἀ. ἔχειν τινί to be on bad terms with one, D.20.142, cf. 37.11; ἀ. διακεῖσθαι, διατεθῆναι, πρός τινα, Lys.16.2, Isoc.12.19.2 without pleasure to oneself, unwillingly, πίνειν, ἀκούειν, X.Cyr.1.2.11, Isoc.12.62; οὐκ ἀ. Pl Prt.335c. -
3 ἀηδία
ἀηδ-ία, ἡ,II mostly of persons, unpleasantness, odiousness, D.21.153, Aeschin.3.72, Thphr.Char.20.1; τὴν σὴν ἀ. your odious presence, Aeschin.3.164. -
4 ἀηδίζω
A disgust,τὴν γεῦσιν S.E. P.1.92
: —[voice] Pass., to be disgusted, Anon.in Rh. 194.32; τινι Alex.Aphr. Pr.2.15;ἐπί τινι PLond.1.42
(ii B. C.). -
5 ἀηδισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδισμός
-
6 ἀηδονιδεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδονιδεύς
-
7 ἀηδόνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδόνιον
-
8 ἀηδόνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδόνιος
-
9 ἀηδονίς
A = ἀηδών, nightingale, E.Rh. 550 (lyr.), Call.Lav.Pall. 94, Theoc.8.38; Μουσάων ἀηδονίς, of a poet, AP7.414 (Noss.); of a girl, IG14.1942.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀηδονίς
-
10 ἀηδώ
ἀηδ-ώ, = sq., gen. -
11 ἀηδών
A songstress, i.e. the nightingale, Hes.Op. 203, etc.; Πανδαρέου κούρη, χλωρηὶς ἀ., i.e. living in the greenwood, Od.19.518;χλωραύχην ἀ. Simon.73
:—metaph., of a poet, B.3.98, cf. E.Fr. 588 (lyr.), AP7.44 ([place name] Ion), Hermesian.7.49; also of the poet's song, τεαὶ ἀηδόνες thy strains, Call.Epigr.2.5;ζωούσας ἔλιπες γὰρ ἀηδόνας IG14.2012
.2 metaph., cicada, AP7.190 ([place name] Anyte).2 metaph., of shuttle, AP6.174 (Antip. Sid.).—Masc., only Ion l.c.;Ἀττικὸς ἀνὴρ τὸν αἴγα λέγει ὥσπερ καὶ τὸν ἀηδόνα Eust.376.24
.
См. также в других словарях:
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek
τρυγόνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) του νομού Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δραδότρυπας. * * * η / τρυγών, όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν 1. το πτηνό τρυγόνι 2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων τού… … Dictionary of Greek
χαβαρόνι — το, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού κορακιού τού ευρασιατικού είδους Corvus frugilegus, συχνότερου εκπροσώπου τής οικογένειας corvidae, το οποίο έχει μήκος 45 εκατοστόμετρα και φτέρωμα μαύρο με ιριδίζουσες αποχρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χάβαρο + κατάλ … Dictionary of Greek