-
1 αζημίωτος
-
2 ἀζημίωτος
-
3 ἀζημίωτος
ἀζημίωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀζημίωτος
-
4 αζημίωτον
ἀζημίωτοςimmune from penalties: masc /fem acc sgἀζημίωτοςimmune from penalties: neut nom /voc /acc sg -
5 ἀζημίωτον
ἀζημίωτοςimmune from penalties: masc /fem acc sgἀζημίωτοςimmune from penalties: neut nom /voc /acc sg -
6 αζημιώτου
-
7 ἀζημιώτου
-
8 αζημίωτοι
-
9 ἀζημίωτοι
-
10 ἀθώητος
ἀθώητος· ἀζημίωτος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀθώητος
-
11 ἐμπορία
A commerce (acc. to Arist.Pol. 1258b22, of three kinds, ναυκληρία, φορτηγία, παράστασις (qq. vv.)), mostly used of commerce or trade by sea (cf. ), Hes.Op. 646, Thgn. 1166, Simon.127, etc.;ἐμπορίαν ποιεῖσθαι Isoc.2.1
;ἐμπορίας οὐκ οὔσης Th.1.2
;ἐὰν κατὰ θάλατταν ἡ ἐ. γένηται Pl.R. 371a
; κατ' ἐμπορίην, [dialect] Att. - ίαν, for trade-purposes, Hdt.3.139, Simon. l. c., Isoc.17.4, etc.; ἐμπορίας ἕνεκα or - κεν, Th.1.7, 6.2;πρὸς ἐμπορίαν Ar.Av. 718
: pl., τὰς ἐ. τὰς κερδαλέως ib. 594 (anap.);περὶ τὰς ἐ. διατρίβειν Arist.Pol. 1291a5
, cf. D.56.8.3 errand, business, E.Hyps.Fr.5.11 (anap.), Luc.Scyth.4; journeying, πενία ἀζημίωτος ἐ. Secund.Sent.10.II merchandise, X.Vect.3.2, AP7.500 (Asclep.);αὑτοῦ τὴν ἐ. ἔφασκεν εἶναι Lys.32.25
; ἐπὶ τῇ ἐμπορίᾳ ἢν ἦγεν ἐν τῇ.. νηΐ Test. ap. D.35.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπορία
-
12 θωή
Grammatical information: f.Meaning: `penalty' (Ν 669, β 192)Compounds: As 2. member in ἀ-θῳ̃ος `unpunished, innocent' (IA) with ἀθῳόω `declare somebody innocent' (LXX)Derivatives: Denomin. verbs: θΟάω (IG 12, 4, 7; 12), fut. θοάσει (IG 22, 1362, 14; Att.), θωέω (Delph.), θΟέω (Locr.) with ἀθώητος ἀζημίωτος H., θΟαίω (Cret.), θΟάζω (El.) `condemn to a (money-)fine, punish'; from there θωΐασις (Delph.).Etymology: Formation in - ιά (cf. στωιά, στο(ι)ά a. o., Schwyzer 469) from an unkown basis, usually as "the settled penalty" derived from τίθημι (cf. the ablaut of θωμός); a rather simplistic solution.Page in Frisk: 1,699-700Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θωή
См. также в других словарях:
αζημίωτος — αζημίωτος, η, ο και αζήμιωτος, η, ο αυτός που δεν έπαθε ζημιά, άβλαβος: Από την υπόθεση εκείνη δε βγήκε βέβαια αζημίωτος· φρ. «με το αζημίωτο», χωρίς ζημιά, με κέρδος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀζημίωτος — immune from penalties masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζημίωτος — η, ο (Α ἀζημίωτος, ον) αυτός που δεν έχει ζημιωθεί, που δεν έχει υποστεί βλάβη ή ποινή, ο αβλαβής νεοελλ. 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά, βλάβη 2. φρ. «με το αζημίωτο», με αμοιβή, με κάποιο αντάλλαγμα … Dictionary of Greek
ἀζημίωτον — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem acc sg ἀζημίωτος immune from penalties neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημιώτου — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίωτοι — ἀζημίωτος immune from penalties masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκητος — η, ο (Μ ἀδίκητος, ον) [ἀδικῶ] αυτός που δεν τόν αδίκησαν, ο αζημίωτος, ο άβλαβος … Dictionary of Greek
αθώητος — ἀθώητος, ον (Α) αζημίωτος. Η λ. μαρτυρείται μόνο από τον Ησύχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωάω ή θωέω (= βάζω πρόστιμο, τιμωρώ] … Dictionary of Greek
ατέλειωτος — και ατέλειωτος, η, ο (Α ἀτέλειωτος, ον) αυτός που δεν έχει τελειωθεί ή συμπληρωθεί, ασυμπλήρωτος, ανολοκλήρωτος νεοελλ. (για χρόνο) 1. αέναος, αιώνιος 2. διαρκής, μακροχρόνιος 3. (για τόπο) εκτεταμένος, απέραντος, αχανής 4. (για ποσότητα) άπειρος … Dictionary of Greek