-
1 αεινως
стяж. к ἀείναος -
2 ἀείνως
-
3 ἀέ-ναος
ἀέ-ναος ( ἀείναος, vgl. ἀείνως), nicht ἀένναος, wie Herm. zu Eur. Ion 117 dargethan; die widerstrebenden Dichterstellen, Eur. Ion 1083, Eryc. 13 (VII, 36) u. Theocr. 22, 37 sind jetzt geändert; Pind. P. 6, 4 ὀμφα-λὸν ἀένναον προςοιχόμενος ist bedenklich, da der Schol. εἰς ναόν gelesen zu haben scheint; – stets fließend, κρήνη Hes. O. 595; ποταμοί 737, wie Aesch. Suppl. 548; Her. 1, 145; Plat. Phaed. 3 d; νεφέλαι Ar. Nub. 276; κύματα Ran. 1305; immerwährend, πῦρ Pind. P. 1, 6; τιμή OI. 14, 12; τράπεζαι N. 11, 8; Διὸς κράτος Eur. Or. 1291; οὐσία Plat. Legg. XII, 966 e; Xen. An. u. Sp., bes. Anth. – Cempar.; bei Xen. Cyr. 4, 2, 44 ist ἀεναώτερον zu schreiben für ἀεναότερον, denn das zweite α ist überall kurz.
-
4 αεναος
(ᾱε), ион. ἀείναος, стяж. ἀείνως 2вечнотекущий, неиссякающий, вечный(κρήνη Hes.; πῦρ Pind.; ποταμός Aesch., Her., Eur., Arst.; παγά Eur.; νεφέλαι Arph.; φύσις Plut.)
ἀέναοι τράπεζαι Pind. — всегда накрытые столы;ἀέναον τέν τροφέν παρέχειν Xen. — постоянно снабжать продовольствием;ἀ. ούσία Plat. — вечная сущность -
5 ἀέναος
Aἀένναος Hdt.
,αἰέναος IG5(1).1119
(Geronthrae, iv B. C.); [var] contr. [full] ἀείνως Ar.Ra. 146, gen. pl.ἀείνων Cratin. 20
D.: Trag. only in lyr.:— ever-flowing,κρήνης τ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes. Op. 595
; ἀ. λίμνη, ποταμός, Hdt.1.93, 145, cf. Simon.120;ποταμοί A.
Supp..553, E. Ion 1083, cf. 118;Ἀχέρων Theoc.15.102
;ἀενάου πυρός Pi.P.1.6
, cf. Call.Ap.83; l.c.;ἀέναοι νεφέλαι Id.Nu. 275
;—generally, everlasting,ἀρετᾶς.. κόσμον ἀέναόν τε κλέος Simon.4.9
; ἀ. τιμά, of Zeus, Pi.O.14.12;ἀ. κράτος E.Or. 1299
(lyr.); ἀενάοις ἐν τραπέζαις, of public hospitality, Pi.N. 11.8; γλῶτταν καλῶν λόγων ἀείνων Cratin.l.c.:—also in Prose,κλέος Heraclit.29
;τροφή X.Ages.1.20
;ἀεναώτερον.. τὸν ὄλβον παρέχειν Id.Cyr.4.2.44
;ἀέναον οὐσίαν πορίσαι Pl.Lg. 966e
;ἀ. ποταμῶν ἀμήχανα μεγέθη Id.Phd. 111d
, cf. Arist.Mete. 349b9; ;ἀένναοι τῶν θεῶν πρόσοδοι Procl.Inst. 152
. Adv. .
См. также в других словарях:
αείνως — ἀείνως, ων (Α) συνηρημένος τύπος τού αείναος βλ. αέναος … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αείναος — ἀείναος, ον και συνηρ. ἀείνως, ων (Α) ο αέναος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νάω (= ρέω)] … Dictionary of Greek