-
1 αενάως
ἀ̱ενάως, ἀέναοςever-flowing: adverbialἀ̱ενάως, ἀέναοςever-flowing: masc /fem acc pl (doric) -
2 ἀενάως
ἀ̱ενάως, ἀέναοςever-flowing: adverbialἀ̱ενάως, ἀέναοςever-flowing: masc /fem acc pl (doric) -
3 ἀέναος
Aἀένναος Hdt.
,αἰέναος IG5(1).1119
(Geronthrae, iv B. C.); [var] contr. [full] ἀείνως Ar.Ra. 146, gen. pl.ἀείνων Cratin. 20
D.: Trag. only in lyr.:— ever-flowing,κρήνης τ' ἀενάου καὶ ἀπορρύτου Hes. Op. 595
; ἀ. λίμνη, ποταμός, Hdt.1.93, 145, cf. Simon.120;ποταμοί A.
Supp..553, E. Ion 1083, cf. 118;Ἀχέρων Theoc.15.102
;ἀενάου πυρός Pi.P.1.6
, cf. Call.Ap.83; l.c.;ἀέναοι νεφέλαι Id.Nu. 275
;—generally, everlasting,ἀρετᾶς.. κόσμον ἀέναόν τε κλέος Simon.4.9
; ἀ. τιμά, of Zeus, Pi.O.14.12;ἀ. κράτος E.Or. 1299
(lyr.); ἀενάοις ἐν τραπέζαις, of public hospitality, Pi.N. 11.8; γλῶτταν καλῶν λόγων ἀείνων Cratin.l.c.:—also in Prose,κλέος Heraclit.29
;τροφή X.Ages.1.20
;ἀεναώτερον.. τὸν ὄλβον παρέχειν Id.Cyr.4.2.44
;ἀέναον οὐσίαν πορίσαι Pl.Lg. 966e
;ἀ. ποταμῶν ἀμήχανα μεγέθη Id.Phd. 111d
, cf. Arist.Mete. 349b9; ;ἀένναοι τῶν θεῶν πρόσοδοι Procl.Inst. 152
. Adv. .
См. также в других словарях:
ἀενάως — ἀ̱ενάως , ἀέναος ever flowing adverbial ἀ̱ενάως , ἀέναος ever flowing masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο (Α ἀέναος, ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως) 1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος 2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών») 3. επίρρ. αενάως συνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν ( … Dictionary of Greek
αέναος — η, ο επίρρ. αενάως αστείρευτος, ασταμάτητος: Τον βρήκαν δυστυχίες αέναες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)