-
121 καιετός
-
122 καἰετός
-
123 105
{сущ., 4}орел (символ быстроты, иудеям по закону было запрещено есть его мясо, в Лук. 17:37 употр. в знач. гриф).Ссылки: Мф. 24:28; Лк. 17:37; Откр. 4:7; 12:14. LXX: 5404 (רשֶׁנֶ).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 105
-
124 πολύς, πολλή, πολύ
+ A 61-107-142-241-271=822 Gn 6,1; 13,6; 15,1.14; 17,5many, numerous Gn 6,1; great, populous Gn 18,18; much Gn 15,14; abundant Prv 6,8; abundant in [ἔν τινι] 1 Sm 2,5; great (of size) Gn 41,29; great, high (of worth, value) Gn 15,1; long (of time) Jb 12,12; long, large, wide (of distance) Jos 9,13; πολύ widely Est 8,12k; greatly, very much, strongly DnTh 6,15; τὸ πολύ much (as adv.) Ex 16,17; πολλοί many Ps 3,2; οἱ πολλοί the majority, most (people) 2 Mc 1,36πολλῷ μᾶλλον much more Sir prol.,14; ἐπὶ πολύ more than once, often Is 55,7; very, much Neh 3,33;μετ’ οὐ πολύ a little after 1 Ezr 3,22; πολὺ νῦν it is enough 2 Sm 24,16ἔτι ἐστὶν ἡμέρα πολλή it is still broad daylight Gn 29,7; ἀετὸς πολὺς ὄνυξιν an eagle with great talons Ez 17,7; ἡ βόμβησις ἡ μεγάλη ἡ πολλὴ αὕτη this very great multitude Bar 2,29; μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν be not intimate with a strange woman Prv 5,20*DnLXX 11,10 ἐπὶ πολύ for much? corr.? ἐπὶ πόλιν against the town for MT עד־מעזה to the fortified town; *Is 14,11 ἡ πολλή great, much-המון? (multitude) for MT המית sound; *Jer 3,3 πολλούς many-Cf. DORIVAL 1994, 477; JEANSONNE 1988 75-76(Dn 11,10) -
125 αἰβετός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰβετός
-
126 αἰγίποψ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγίποψ
-
127 αἰετιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰετιαῖος
-
128 αἰετός
См. также в других словарях:
αετός — αετός, ο και αϊτός, ο 1. το γνωστό σαρκοφάγο πουλί. 2. ο χαρταετός των παιδιών. 3. σημαία των Περσών και των ρωμαϊκών λεγεωνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
ἀετός — ἀ̱ετός , ἀετός eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀετὸς ἐν νεφέλαις. — ἀετὸς ἐν νεφέλαις. См. Не сули журавля в небе, а дай синицу в руки! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀετὸς μυίας οὐ θηρεύει. — См. Орел мух не ловит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αετός Δικέφαλος — Τίτλος εικονογραφημένου εγκυκλοπαιδικού περιοδικού. Κυκλοφόρησε το 1917 στην Αθήνα. Διευθυντής του ήταν ο Ρ. Λ. Κωστόπουλος … Dictionary of Greek
Αιγύπτιος Αετός — Ελληνική εφημερίδα της Αιγύπτου με έδρα την Αλεξάνδρεια. Η εφημερίδα, για την οποία δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, εκτός από τη μνεία της σε ημερολόγια της εποχής, ιδρύθηκε το 1865 και ήταν βραχύβια … Dictionary of Greek
αετώνω — [αετός] (στην Κρήτη) πετώ («πουλί δεν αετώνει», δεν πετά, δεν φαίνεται) … Dictionary of Greek
αἰετοῖς — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰετοῖσι — ἀετός eagle masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰετοί — ἀετός eagle masc nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)