-
1 αἰετιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰετιαῖος
См. также в других словарях:
αιετιαίος — αἰετιαῑος, αία, αῑον (Α) αυτός που ανήκει ή που είναι τοποθετημένος στο αέτωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰετὸς ἀετὸς (= Αρχιτ., «αέτωμα», λόγω τής ομοιότητας του προς τα ανοιγμένα φτερά)] … Dictionary of Greek