-
81 αδρανέστεροι
-
82 ἀδρανέστεροι
-
83 αδρανέστερος
-
84 ἀδρανέστερος
-
85 αδρανέων
ἀδράνεοςfem gen plἀδράνεοςmasc /neut gen plἀδρανέωto be weak: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἀδρανήςimpotent: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
86 ἀδρανέων
ἀδράνεοςfem gen plἀδράνεοςmasc /neut gen plἀδρανέωto be weak: pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)ἀδρανήςimpotent: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
87 αδρανέως
ἀδράνεοςadverbialἀδράνεοςmasc acc pl (doric)ἀδρανήςimpotent: adverbial (epic doric ionic aeolic) -
88 ἀδρανέως
ἀδράνεοςadverbialἀδράνεοςmasc acc pl (doric)ἀδρανήςimpotent: adverbial (epic doric ionic aeolic) -
89 dormant
['do:mənt](not dead but not active: a dormant volcano.) αδρανής -
90 inactive
[in'æktiv]( formal)1) (not taking much exercise: You're fat because you're so inactive.) αδρανής2) (no longer working, functioning etc; not active: an inactive volcano.) ανενεργός•- inaction- inactivity -
91 inert
[i'nə:t]1) (without the power to move: A stone is an inert object.) αδρανής2) ((of people) not wanting to move, act or think: lazy, inert people.) νωθρός•- inertia -
92 slack
[slæk]1) (loose; not firmly stretched: Leave the rope slack.) χαλαρός,μπόσικος2) (not firmly in position: He tightened a few slack screws.) χαλαρός,λάσκος3) (not strict; careless: He is very slack about getting things done.) αμελής4) (in industry etc, not busy; inactive: Business has been rather slack lately.) αδρανής,λάσκος•- slacken- slackly
- slackness
- slacks -
93 ἀδρανέστατος
-η,-ον A 0-0-0-0-1=1 Wis 13,19sup. of ἀδρανής; utterly impotent, weak-est; τὸ ἀδρανέστατον ταῖς χερσὶν εὐδράνειαν αἰτεῖται he asks strength of a thing the hands of which have no strength; neol.Cf. LARCHER 1985 785-786; →ADRADOS -
94 бездеятельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;αδρανής, νωθρός, οκνηρός. -
95 застоялый
επ. (απλ.) αδρανής• ακίνητος. -
96 инертный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноαδρανής, ακίνητος. || αδιάφορος, απαθής. -
97 коснеть
ρ.δ.1. ρουτινιάζω, τελματώ•коснеть в невежестве κυλιέμαι στο τέλμα της αμάθειας.
2. γίνομαι αδρανής ή δυσκίνητος• σκληρύνομαι, αποστεώνομαι. -
98 мертветь
ρ.δ.1. νεκρώνω, -ομαι•-ли глаза νέκρωσαν τα μάτια (έχασαν τη ζωηράδα).
|| αποχτώ χρώμα νεκρού, κερώνω•мертветь от страха νεκρώνω από το φόβο.
|| μουδιάζω, ξενεύω•пальцы -ют от холода τα δάχτυλα ξενεύουν από το κρύο.
2. μτφ. γίνομαι αδρανής, χάνω τη ζωτικότητα, νεκρώνομαι. -
99 мох
мха κ. моха, προθτ. о мхе κ. о мохе, во мху, на мху, πλθ. мхи α. μούσκλο, βρύο.εκφρ.-ом обрасти (зарасти, покрыться – κ.τ.τ.) μουχλιάζω, είμαι αδρανής, ψόφιος. -
100 неподвижный
επ., βρ: -жен, -жна, -жноακίνητος, ακούνητος, ασάλευτος•он остался -ым αυτός έμεινε ακίνητος•
-ые звзды απλανή αστέρια.
|| αδρανής αργοκίνητος, βραδυκίνητος. || χαλαρός, άτονος•неподвижный взгляд απλανές βλέμμα•
-ое лицо αδιάφορο (απαθές) πρόσωπο.
См. также в других словарях:
ἀδρανής — impotent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια … Dictionary of Greek
αδρανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, νωθρός, ακίνητος: Είναι άνθρωπος αδρανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδρανῆ — ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀδρανής impotent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀδρανής impotent masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανέστερον — ἀδρανής impotent adverbial comp ἀδρανής impotent masc acc comp sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτων — ἀδρανής impotent fem gen superl pl ἀδρανής impotent masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστέρων — ἀδρανής impotent fem gen comp pl ἀδρανής impotent masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανές — ἀδρανής impotent masc/fem voc sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανέστατον — ἀδρανής impotent masc acc superl sg ἀδρανής impotent neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτη — ἀδρανής impotent fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδρανεστάτην — ἀδρανής impotent fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)