-
1 ἀδελφίδιον
ἀδελφίδιον, τό, Brüderchen, Ar. Ran. 60.
-
2 αδελφιδιον
τό братик, братец Arph. -
3 ἀδελφίδιον
-
4 ἀδελφίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδελφίδιον
См. также в других словарях:
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek