-
1 ἀδελφίδιον
ἀδελφίδιον, τό, Brüderchen, Ar. Ran. 60.
-
2 ἀδελφίδιον
См. также в других словарях:
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek
1 ἀδελφίδιον
ἀδελφίδιον, τό, Brüderchen, Ar. Ran. 60.
2 ἀδελφίδιον
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek