-
1 αδελφιδιον
τό братик, братец Arph.
См. также в других словарях:
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek
1 αδελφιδιον
αδελφίδιον — ἀδελφίδιον, το (Α) (υποκορ. τού ἀδελφός*) αδελφάκι … Dictionary of Greek