-
61 πολιτικός
η, ό[ν] 1.1) прям., перен. политический;πολιτική γεωγραφία (οίκονομία) — политическая география (экономия);
πολιτικοί άνδρες — политические деятели;
πολιτικό γραφείο — политбюро;
πολιτικός θάνατος — политическая смерть;
πολιτικός κρατούμενος — или πολιτικ κατάδικος юр. — политический заключённый;
πολιτικό αδίκημα ( — или εγκλημα) — политическое преступление;
2) гражданский (в разн. знач); штатский;πολιτικά δικαιώματα — гражданские права;
πολιτική αγωγή юр. — гражданский иск;
πολιτικός γάμος — гражданский брак;
πολιτική άμυνα — гражданская оборона;
ντυμένος πολιτικά — одетый в штатское, в гражданской одежде;
πολιτικός μηχανικός — инженер по гражданскому строительству;
3) дипломатичный; политичный (разг);πολιτικώτατη απάντηση — очень политичный ответ;
2. (ο) политик, политический деятель -
62 αδικημάτων
-
63 ἀδικημάτων
-
64 αδικήμασι
-
65 ἀδικήμασι
-
66 αδικήμασιν
-
67 ἀδικήμασιν
-
68 αδικήματα
-
69 ἀδικήματα
-
70 αδικήματι
-
71 ἀδικήματι
-
72 αδικήματος
-
73 ἀδικήματος
-
74 ταδικήματα
-
75 τἀδικήματα
-
76 ταδικήματος
-
77 τἀδικήματος
-
78 inscriptus
1. īnscrīptus, a, um (in u. scribo), I) ungeschrieben, nicht aufgeschrieben (Ggstz. scriptus), iustitia, Chalcid. Tim. 6: alia esse scripta, alia inscripta, Quint. 3, 6, 37. – II) insbes.: A) bei dem Zollamte nicht zur Versteuerung angegeben, undeklariert, dah. unverzollt, unversteuert, Lucil. 722: pecus, Varro r. r. 2, 1, 16. – B) wovon in den Gesetzen nichts verordnet ist, im Gesetzbuche nicht verzeichnet, nicht besonders erwähnt, maleficium (= ἄγραφον άδίκημα), Sen. exc. contr. 3. praef. § 17 u. 5, 1 lemm. Quint. 7, 4, 36. Ps. Quint. decl. 252 in. u.a.————————2. īnscrīptus, a, um, Partic. v. inscribo, w. s.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > inscriptus
-
79 92
92 ἀδίκημα{сущ., 3}несправедливость, неправда, обида, преступление.Ссылки: Деян. 18:14; 24:20; Откр. 18:5. LXX: 5771 (ןוָֹע), 6588 (עשַׁפֶּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 92
-
80 offence
1) ((any cause of) anger, displeasure, hurt feelings etc: That rubbish dump is an offence to the eye.) προσβολή2) (a crime: The police charged him with several offences.) αξιόποινη πράξη,αδίκημα
См. также в других словарях:
ἀδίκημα — wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αδίκημα — το, ατος άδικη πράξη, παράβαση του νόμου: Το αδίκημα που του καταλόγιζαν δεν ήταν σοβαρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
κἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικημάτων — ἀδίκημα wrong done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασι — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)