Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδίκημα

См. также в других словарях:

  • ἀδίκημα — wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — το, ατος άδικη πράξη, παράβαση του νόμου: Το αδίκημα που του καταλόγιζαν δεν ήταν σοβαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… …   Dictionary of Greek

  • κἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικημάτων — ἀδίκημα wrong done neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήμασι — ἀδίκημα wrong done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»