-
1 αδίκημα
-
2 ἀδίκημα
-
3 αδικημα
- ατος τό1) несправедливость, неправильный поступок, насилие, обида Her., Plat., Arst.ἀ. τῶν νόμων Dem. — правонарушение
2) проступок, преступлениеἐν ἀδικήματι θέσθαι (θεῖναί) τι Thuc., Dem. — вменить что-л. в преступление
3) незаконно нажитое, нечестный доход Lys., Plat. -
4 ἀδίκημα
92 ἀδίκημα{сущ., 3}несправедливость, неправда, обида, преступление.Ссылки: Деян. 18:14; 24:20; Откр. 18:5. LXX: 5771 (ןוָֹע), 6588 (עשַׁפֶּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀδίκημα
-
5 αδίκημα
92 ἀδίκημα{сущ., 3}несправедливость, неправда, обида, преступление.Ссылки: Деян. 18:14; 24:20; Откр. 18:5. LXX: 5771 (ןוָֹע), 6588 (עשַׁפֶּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αδίκημα
-
6 αδίκημα
τό1) правонарушение, проступок; преступление; 2) несправедливость -
7 ἀδίκημα
несправедливость, неправда, обида, преступление; LXX: (עָוֹן), (פֶּשַׂע).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀδίκημα
-
8 αδίκημα
[адикима] ουσ. о. несправедливость, проступок, преступление,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδίκημα
-
9 ἀδίκημα
-ατος + τό N3 4-3-8-1-3=19 Gn 31,36; Ex 22,8; Lv 5,23; 16,16; 1 Sm 20,1injustice, trespass, intentional wrongCf. DANIEL, S. 1966, 309-312; →NIDNTT; TWNT -
10 αδίκημα
[адикима] ουσ ο несправедливость, проступок, преступление. -
11 ἀδίκημα
A wrong done, Hdt.1.2, 100, etc.: properly, intentional wrong, opp. ἁμάρτημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b20 sq., Rh. 1374b8;ἀ. ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ Id.EN 1135a19
: c. gen., wrong done to..,ἀ. τῶν νόμων D.21.225
: alsoἀ. πρός τινα Arist.Rh. 1373b21
;ἀ. εἴς τι D.37.58
;περί τι Plu.2.159c
:— ἐν ἀδικήματι θέσθαι to consider as a wrong, Th.1.35;ἀ. θεῖναί τι D.14.37
;ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀ. εἶναι Hyp.Eux.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίκημα
-
12 ἀδίκημα
ἀ-δίκημα, Unrecht, Beleidigung, Kränkung; Verbrechen, Übeltat, Vergehen; das durch Unrecht erworbene, gestohlene od unrechtmäßige Gut -
13 αδίκημα
suç, yasaları çiğneme -
14 αδίκημα
offenceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδίκημα
-
15 αδικήμαθ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual -
16 ἀδικήμαθ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual -
17 αδικήματ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual -
18 ἀδικήματ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual -
19 καδικήματ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual -
20 κἀδικήματ'
ἀδικήματα, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc plἀδικήματι, ἀδίκημαwrong done: neut dat sgἀδικήματε, ἀδίκημαwrong done: neut nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
ἀδίκημα — wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… … Dictionary of Greek
αδίκημα — το, ατος άδικη πράξη, παράβαση του νόμου: Το αδίκημα που του καταλόγιζαν δεν ήταν σοβαρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek
κἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικημάτων — ἀδίκημα wrong done neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασι — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)