-
1 αδίκαστος
-
2 ἀδίκαστος
-
3 αδικαστος
-
4 ἀδίκαστος
ἀδίκαστος, ον,A without judgement given, Pl.Ti. 51c;δίκη IG12(2).530
([place name] Eresos); undecided, Luc.Bis Acc.23. Adv. - τως without judgement, Aesop.223.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδίκαστος
-
5 αδίκαστος
η, ο [ος, ον ]1) не разобранный судом (о деле); 2) не привлечённый к суду; не наказанный судом -
6 ἀδίκαστος
ἀ-δίκαστος , nicht gerichtet, unentschieden -
7 αδικάστως
ἀδίκαστοςwithout judgement given: adverbialἀδίκαστοςwithout judgement given: masc /fem acc pl (doric) -
8 ἀδικάστως
ἀδίκαστοςwithout judgement given: adverbialἀδίκαστοςwithout judgement given: masc /fem acc pl (doric) -
9 αδίκαστον
ἀδίκαστοςwithout judgement given: masc /fem acc sgἀδίκαστοςwithout judgement given: neut nom /voc /acc sg -
10 ἀδίκαστον
ἀδίκαστοςwithout judgement given: masc /fem acc sgἀδίκαστοςwithout judgement given: neut nom /voc /acc sg -
11 ἄκριτος
ἄκριτος, 1) nicht gesondert, verworren, durcheinander, τύμβος, ein Grab, in das viele ohne Unterschied geworfen werden, Il. 7, 337; μῦϑοι, Geschwätz, Il. 2, 796; Plut. Symp. 9, 1; προςκλήσεις Plat. Gorg. 465 d. An Wendungen wie τοὶ δ' ἄκριτα πόλλ' ἀγόρευον Od. 8, 505 reihen sich ἄχεα ἄκριτα Il. 3, 412, πενϑήμεναι ἄκριτον αἰεί Od. 18, 174. 19, 120, sehr betrauern; δηρὸν καὶ ἄκριτον H. h. Merc. 126; so bei Sp. D., z. B. μυρία μὲν δὴ φῦλα καὶ ἄκριτα Opp. H. 1, 80. – 2) nicht urtheilend, willkührlich, Her. 8, 124; ἄκριτε μοῖρα, keinen Unterschied machend, Theodorid. 11 (VII, 439), vgl. Rufin. (V, 284). Von den Winden Arat. 930, unbeständig. – 3) unentschieden, ungeschlichtet, νείκεα Il. 14, 205; ἄεϑλον Hes. Sc. 311; ἔτιδὲ ὄντων ἀκρίτων, da der Krieg noch unentschieden war, Thuc. 4, 20; vgl. Pol. 16, 4, 3; neben ἀδίκαστος Plat. Tim. 51 c. Einzeln steht πρύτανις ἄκριτος Aesch. Suppl. 366, der keinem Richter unterworfen. Bei medic. ohne Krisis. – 4) ohne Richterspruch, ohne Urtheil u. Recht, ἀποκτείνειν, hinrichten, Her. 3, 80; Thuc. 2, 67; Lys. 12, 82, wo der Ggstz κατὰ τὸν νόμον κρίνειν; Isocr. 4, 113, u. öfter bei den Rednern. – Adv. ἀκρίτως.
-
12 αδικάστους
-
13 ἀδικάστους
-
14 αδικάστων
-
15 ἀδικάστων
См. также в других словарях:
ἀδίκαστος — without judgement given masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκαστος — η, ο (Α ἀδίκαστος, ον) [δικάζω] αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο αρχ. αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής … Dictionary of Greek
αδίκαστος — η, ο αυτός που δε δικάστηκε, δεν κρίθηκε από δικαστήριο: Για πολύ καιρό έμεινε αδίκαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικάστως — ἀδίκαστος without judgement given adverbial ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκαστον — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc sg ἀδίκαστος without judgement given neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικάστους — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικάστων — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ա. ἁδίκαστος non judicatus, indemnatus Ոչ դատեալ, եւ ոչ դատելի. զերծ ʼի դատաստանէ. անպարտ. անմեղ. ... *Դատաւորն անդատ որպէս դատապարտեալ ʼի դատաւորաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)