Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἀδίκαστος
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
ἀδίκαστος — without judgement given masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίκαστος — η, ο (Α ἀδίκαστος, ον) [δικάζω] αυτός που δεν δικάστηκε, δεν κρίθηκε από το δικαστήριο αρχ. αυτός για τον οποίο δεν έχει ληφθεί δικαστική απόφαση, εκκρεμής … Dictionary of Greek
αδίκαστος — η, ο αυτός που δε δικάστηκε, δεν κρίθηκε από δικαστήριο: Για πολύ καιρό έμεινε αδίκαστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδικάστως — ἀδίκαστος without judgement given adverbial ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδίκαστον — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc sg ἀδίκαστος without judgement given neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικάστους — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδικάστων — ἀδίκαστος without judgement given masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… … Dictionary of Greek
ԱՆԴԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0131 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 13c, 14c ա. ἁδίκαστος non judicatus, indemnatus Ոչ դատեալ, եւ ոչ դատելի. զերծ ʼի դատաստանէ. անպարտ. անմեղ. ... *Դատաւորն անդատ որպէս դատապարտեալ ʼի դատաւորաց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)