-
1 ἀγωνιστής
A combatant, :—esp. competitor in the games, Hdt.2.160, 5.22; generally, opp. κριτής, Isoc.2.13, Th.3.37, etc.:—as Adj., ἀ. ἵπποι race- horses, Plu.Them.25.III c. gen., one who struggles for a thing, champion, ἀ. τῆς ἀρετῆς, ἀληθείας, Aeschin.3.180 (pl.), Plu.2.16c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγωνιστής
-
2 λαμπάδιος
2 of a torch,πῦρ Hld.1.18
codd. [suff] λαμπᾰδ-ιστής, οῦ, ὁ, runner in torch-race,τὸ κοινὸν τῶν λ. SIG1068.2
(Patmos, iii/ii B. C.), cf. 671 A10 (Delph., ii B. C.); subject of painting by Pyrrho, D.L.9.62.II λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Sch.Ar.Ra. 131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπάδιος
См. также в других словарях:
-ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… … Dictionary of Greek