Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγυρμός

См. также в других словарях:

  • αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀγυρμός — ἄγυρις gathering masc nom sg ἀγυρμός masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρμούς — ἄγυρις gathering masc acc pl ἀγυρμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγυρμόν — ἄγυρις gathering masc acc sg ἀγυρμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»