-
1 αγρέ
-
2 ἀγρέ
-
3 λιναγερτουμένη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιναγερτουμένη
-
4 ἀγείρω
Grammatical information: v.Meaning: `gather' (Il.).Dialectal forms: Myc. akere? Myc. akora \/agorā\/, amakoto meno \/(h)amagortō mēnos\/ `in the month of the Assembly'? Taillardat REG 97 (1984) 365-373.Derivatives: ἀγορά q.v.; ἄγορος `gathering' E. Often ἀγυρ- (cf. Schwyzer 351): ἄγυρις `gathering, mass' (Il.) with πανήγυρις `all-gathering'; in Arkad. πανάγορσις, παναγορία. - ἀγύρτης, ἀγυρτήρ `beggar' - ἀγυρμός and ἄγυρμα. - ἄγαρ- in ἄγαρρις `meeting' (IG 14, 759, 12; Naples). Also ἄγορρις ἀγορά, ἄθροισις H. which may be Aeolic, Chantr. Form. 280.Etymology: No direct cognates, but the reconstruction * h₂ger- is unproblematic. On γέργερα πολλά H., τὰ γάργαρα `heaps, lots' s. s.vv. ἠγερέθονται, - το, has a present-suffix - θ-; cf. Schwyzer 703 A. 1; ἠγερέθονται (Γ 231) and ἠγερέθεσθαι (Κ 127, Aristarch) have long vowel from frequent ἠγερέθοντο. - On forms with ἀγρε- see DELG.Page in Frisk: 1,8-9Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀγείρω
См. также в других словарях:
ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] … Dictionary of Greek
φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] … Dictionary of Greek