Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγρε-

См. также в других словарях:

  • ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

  • πυραγρέτης — ὁ, Α (ενν. καρκίνος) η πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ* / έω), πρβλ. θηρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγρέτις — ιδος, ἡ, Α (προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που αγαπά το κυνήγι («τριμάκαιρα φιλαγρέτις Ἄρτεμις», Παυλ. Σιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *φιλαγρέτης < φιλ(ο) * + ἀγρέτης (< θ. αγρε τού ἀγρῶ / έω «πιάνω»), πρβλ. πυρ αγρέτης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»