-
1 ἀγερμός
ἀγερ-μός, ὁ,A collection of money for the service of the gods (cf.ἀγείρω 11.2
), SIG1015.27 ([place name] Halicarnassus), D.H.2.19 (with v. l. ἀγυρμός), Ath.8.360d, Poll.3.111.III metaph., collection, of wisdom and experience, Ael.VH4.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγερμός
См. также в других словарях:
αγυρμός — ο (Α ἀγυρμός) νεοελλ. παλιό έθιμο τών κατοίκων τής Βιζύης στη Θράκη, κατά το οποίο οι μεταμφιεσμένοι γύριζαν από σπίτι σε σπίτι (ίσως λείψανο τών αρχαίων διονυσιακών τελετών) αρχ. ο ἀγερμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. συνεσταλμένη βαθμίδα ἀγυρ < ἀγερ τού ρ.… … Dictionary of Greek