-
41 ἀγρότιν
-
42 αγρότου
-
43 ἀγρότου
-
44 αγρώσται
ἀγρώστᾱͅ, ἀγρότηςcountryman: masc dat sg (doric aeolic)ἀγρώστᾱͅ, ἀγρώστηςwild: masc dat sg (doric aeolic) -
45 ἀγρώσται
ἀγρώστᾱͅ, ἀγρότηςcountryman: masc dat sg (doric aeolic)ἀγρώστᾱͅ, ἀγρώστηςwild: masc dat sg (doric aeolic) -
46 αγρώσταις
-
47 ἀγρώσταις
-
48 αγρώσταισιν
ἀγρότηςcountryman: masc dat pl (epic ionic aeolic)ἀγρώστηςwild: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
49 ἀγρώσταισιν
ἀγρότηςcountryman: masc dat pl (epic ionic aeolic)ἀγρώστηςwild: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
50 αγρώστην
ἀγρότηςcountryman: masc acc sg (attic epic ionic)ἀγρώστηςwild: masc acc sg (attic epic ionic) -
51 ἀγρώστην
ἀγρότηςcountryman: masc acc sg (attic epic ionic)ἀγρώστηςwild: masc acc sg (attic epic ionic) -
52 αγρώστης
ἄγρωστιςdog's-tooth grass: fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀγρότηςcountryman: masc nom sgἀγρώστηςwild: masc nom sg -
53 ἀγρώστης
ἄγρωστιςdog's-tooth grass: fem nom /voc pl (doric aeolic)ἀγρότηςcountryman: masc nom sgἀγρώστηςwild: masc nom sg -
54 αγρώστου
-
55 ἀγρώστου
-
56 ἀγροιώτης
A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl.,ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549
;βουκόλοι ἀ. Od.11.293
;λαοὶ ἀ Il.11.676
;νήπιοι ἀ. Od. 21.85
;ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39
; sg., Ar.Th.58:—fem. [full] ἀγροιῶτις, ἡ, (perh. as Adj., cf. 11) Sapph.70.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροιώτης
-
57 ἀγροτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγροτήρ
-
58 ἀγρώστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρώστης
-
59 ἀγρώτηρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρώτηρ
См. также в других словарях:
ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)