-
1 cultivateur
αγρότης -
2 fermier
αγρότης -
3 paysan
αγρότης -
4 farmář
αγρότης -
5 hospodář
αγρότης -
6 pachtýř
αγρότης -
7 rolník
αγρότης -
8 sedlák
αγρότης -
9 statkář
αγρότης -
10 zemědělec
αγρότης -
11 farmer
αγρότης -
12 chłop
αγρότης -
13 gazda
αγρότης -
14 rolnik
αγρότης -
15 włościanin
αγρότης -
16 rençper
αγρότης, γεωργός -
17 крестьянин
крестьян||инм ὁ ἀγρότης, ὁ χωριάτης, ὁ χωρικός:зажиточный \крестьянин ὁ εὔπορος ἀγρότης· безземельный \крестьянин ὁ ἀκτήμονας ἀγρότης. -
18 земледелец
-
19 крестьянин
крестьянин м о αγρότης, ο χωριάτης· - ка ж η αγρότισσα, η χωριάτισσα* * *м; ж - крестьянкаο αγρότης, ο χωριάτης -
20 бедняк
бедн||якм1. ὁ φτωχός, ὁ πτωχός, ὁ πένης;2. (о крестьянине) ὁ φτωχός (πτωχός) ἀγρότης.
См. также в других словарях:
ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)