-
1 αγρότης
ἀγρότηςcountryman: masc nom sgἀγρότηςcountryman: fem nom /voc pl (doric aeolic)——————ἀγρότηςcountryman: masc dat pl (epic) -
2 ἀγρότης
-
3 αγροτης
-
4 ἀγρότης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγρότης
-
5 ἀγρότης
-
6 αγρότης
ο крестьянин; земледелец;ο ακτήμονας αγρότης — безземельный крестьянин
-
7 ἀγρότης
Βλ. λ. αγρότης -
8 ἀγρότῃς
Βλ. λ. αγρότης -
9 αγρότης
οAckerbauer m -
10 αγρότης
[агротис] ουσ α крестьянин. -
11 ἀγρότης
II ([etym.] ἄγρα) hunter,οἰωνοί.. οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο Od.16.218
, cf. Alcm.23.8; ἀγρότα Πάν, to whom δίκτυα ἀπ' ἀγρεσίης are offered, AP6.13 (Leon.):—fem. [full] ἀγρότις,νύμφη A.R.2.509
; ἀ. κούρα, i.e. Artemis, AP6.111 (Antip.); ἀ. αἰγανέη ib.57 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρότης
-
12 αγρότης
1) agriculteur2) cultivateur3) fermier4) paysan -
13 αγρότης
1) chłop (m) rzecz.2) gazda (m) rzecz.3) gospodarz (m) rzecz.4) rolnik (m) rzecz.5) włościanin (m) rzecz. -
14 αγρότης
1) farmář2) hospodář3) pachtýř4) rolník5) sedlák6) statkář7) zemědělec -
15 αγρότης
farmerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγρότης
-
16 Ο αγρότης θέλει τη βροχή κι ο κεραμάς την ξέρα
• На весь свет не угодишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο αγρότης θέλει τη βροχή κι ο κεραμάς την ξέρα
-
17 αγρότα
ἀγρότᾱ, ἀγρότηςcountryman: masc nom /voc /acc dualἀγρότηςcountryman: masc voc sgἀγρότᾱ, ἀγρότηςcountryman: masc gen sg (doric aeolic)ἀγρότηςcountryman: masc nom sg (epic) -
18 ἀγρότα
ἀγρότᾱ, ἀγρότηςcountryman: masc nom /voc /acc dualἀγρότηςcountryman: masc voc sgἀγρότᾱ, ἀγρότηςcountryman: masc gen sg (doric aeolic)ἀγρότηςcountryman: masc nom sg (epic) -
19 αγρότη
ἀγρότηςcountryman: masc voc sgἀγρότηςcountryman: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————ἀγρότηςcountryman: masc dat sg (attic epic ionic)ἀγρότηι, ἀγρότηςcountryman: fem dat sg (epic) -
20 αγρόται
ἀγρότηςcountryman: masc nom /voc plἀγρότᾱͅ, ἀγρότηςcountryman: masc dat sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)