-
1 αγνόημα
-
2 ἀγνόημα
-
3 ἀγνόημα
ἀγνόημα, ατος, τό (s. ἀγνοέω; since Gorgias [V B.C.], 11 [Helena] 19; s. FZucker, Semantica ABA 38, ’63, 51f) sin committed in ignorance/unintentionally (Diod S 1, 71, 3 ἐλάχιστα ἀ.; 13, 90, 7; OGI 116, 2; UPZ 111, 3 [163 B.C.]; PTebt 5, 3 [118 B.C.] ἀγνοήματα, ἁμαρτήματα, ἐνκλήματα, καταγνώσματα [Taubenschlag, Law2 430; APF 2, 1903, 483ff; Jur. Pap. no. 69; KLatte, ARW 20, 1921, p. 287, 1]; BGU 1185, 7; 1 Macc 13:39; Tob 3:3; Sir 23:2; JosAs 13 [p. 57, 20 Bat.] Cod. A; Eus., DemEv 4, 10.—Soph. Oed. R. is devoted to dramatic exposition of the theme of such ἄ.) Hb 9:7 (s. ἄγνοια 2 beg.; REB: ‘inadvertent sins’; NRSV: ‘sins committed unintentionally’). Forgiven by God Hs 5, 7, 3f.—DELG s.v. γιγνώσκω 225. M-M. TW. -
4 ἀγνόημα
-ατος + τό N 3 1-0-0-0-6=7 Gn 43,12; Jdt 5,20; Tob 3,3; 1 Mc 13,39fault of ignorance, oversight, mistake Gn 43,12; sinful ignorance, mistake Tob 3,3Cf. DANIEL, S. 1966, 323-324; HARL 1986a, 283(Gn 43,12); PASSONI DELL’ACQUA 1988 335-350;→NIDNTT; TWNT -
5 ἀγνόημα
ἀγνό-ημα, τό,A fault of ignorance, oversight,ψυχῆς Gorg.Hel. 19
,ἀ. ἕτερον προσαγνοεῖν Thphr.HP9.4.8
, cf. D.S.1.1, Hipparch. 1.3.11, LXX To.3.3, Ep.Heb.9.7; in pl., opp. ἁμαρτήματα, PTeb.5.3 (ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγνόημα
-
6 αγνοημάτων
-
7 ἀγνοημάτων
-
8 αγνοήμασι
-
9 ἀγνοήμασι
-
10 αγνοήμασιν
-
11 ἀγνοήμασιν
-
12 αγνοήματα
-
13 ἀγνοήματα
-
14 αγνοήματι
-
15 ἀγνοήματι
-
16 αγνοήματος
-
17 ἀγνοήματος
-
18 προσαγνοέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαγνοέω
-
19 συνοράω
A to be able to see, have within the range of one's vision,πυρὰ ἔκαιον καὶ συνεώρων ἀλλήλους X.An.4.1.11
, cf. 5.2.13, Arr.An.5.11.2; θυρεὸν.. οὗ τὴν ἐπιγραφὴν οὐκ ἦν συνιδεῖν the inscription on which it was impossible to make out, Inscr.Délos 1417 A i 23 (ii B.C.);εἵ τις μὴ συνορῴη τὸ γινόμενον ἀλλὰ διὰ τῆς ἀκοῆς μόνον κρίνοι Artemo
ap.Ath.14.637e;συνιδόντες [τὸν στόλον].. ἀνήγοντο Plb.1.23.3
, cf. 1.28.7, 3.66.3, PRein.18.17 (ii B.C.), LXX 2 Ma.15.21, al., Plu.2.940d:—[voice] Pass.,δύνασθαι δεῖ συνορᾶσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος Arist.Po. 1459b19
.II see, comprehend,ταῦτα πάντα Pl.Lg. 904b
, D.1.28;τὰ πολλαχῇ διεσπαρμένα Pl.Phdr. 265d
, cf. Lg. 965b;πράγματα συνιδεῖν ἱκανός Memn. 3.2
; δεινὴ φύσιν μικρῶν παιδίων συνιδεῖν εὐπρεπῆ clever at picking out or detecting.., D.59.18;νόμοι.. ῥᾴδιοι συνιδεῖν Isoc.12.144
;ἡ τῶν δημοσίων γραμμάτων φυλακὴ.. ἀπέδωκε τῷ δήμῳ, ὁπόταν βούληται, συνιδεῖν τοὺς πάλαι μὲν πονηρούς, ἐκ μεταβολῆς δ' ἀξιοῦντας εἶναι χρηστούς Aeschin.3.75
;οὐδεὶς ἐφ' αὑτοῦ τὰ κακὰ συνορᾷ,.. ἑτέρου δ' ἀσχημονοῦντος ὄψεται Men.631
;ὀρθῶς συνεώρακε τὸ ἀγνόημα Hipparch. 2.3.20
;τὸ πλῆθος τῶν τόνων συνιδεῖν Ptol.Harm.2.9
; συνιδεῖν ἦν τῷ προσέχοντι τὸν νοῦν [ἡ ἀρχὴ] ἰσχυρὰ οὖσα, i.e. one might see that it was.., X.An.1.5.9;εἰ μέλλοι τις τὰ διαφέροντα καθαρίως ἐν [τῇ Ῥωμαίων πολιτείᾳ] συνόψεσθαι Plb.6.3.4
;συνιδὼν.. ἰσχυρὸν ὑπάρχοντα.. τὸν ἀέρα Ph.Bel.77.17
; , cf. 635; μάχην οὗτος οὐ συνορᾷ he doesn't see any contradiction, Arr.Epict.1.5.8, cf. 2.19.1;τὴν κοινότητα συνορᾶν Plu.2.34c
, cf. 950d,977e, Cam.40;ὁ Κάλχας οὐ συνεῖδε τὸν καιρόν Id.2.29c
; τὸ αἴτιον ἐκ τῶν νῦν λεχθέντων ς. Arist.GA 772b11, cf. Plb.1.4.7; freq. in Epicur., Nat.28.11, al.;σ. περὶ τῶν ἀδήλων Ep.1p.5U.
;ἐκ τῶν λέξεων Nat.28.6
; ἐν τοῖς τοιούτοις ἀκροαταῖς οἳ οὐ δύνανται διὰ πολλῶν συνορᾶν οὐδὲ λογίζεσθαι πόρρωθεν cannot see an argument built up from many particulars, Arist.Rh. 1357a4;συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι.. D.45.68
;συνορᾶν ὅτι.. Isoc.5.56
, Epicur.Fr.53, Sor.1.46, Plu. 2.698e;ὡς.. Thphr.Sens.36
, Luc.JTr.42;χαλεπὸν συνιδεῖν εἰ.. Isoc.2.7
;σ. ποία πολιτεία ἀρίστη Arist.EN 1181b21
;πότερον.. Id.Ph. 241b32
:—[voice] Pass., οὔπω συνῶπται ἱκανῶς has not yet been sufficiently observed, Id.GA 762a34, cf. HA 580a20;ἐκ τούτου πρῶτον συνοφθῆναι τὴν δύναμιν Thphr.HP9.10.2
.2 pay attention to, see to a thing, ; πρὸς τοὺς χρόνους τῆς ὥρης.. συνορῆν, ὅκως.. ib.4.3 [tense] aor. part. συνιδών, having become aware of, Act.Ap.12.12; συνιδόντες κατέφυγον ib.14.6.III resolve, c. inf., Lyd.Mag.3.26, Cod.Just.1.4.29.8; συνορῶ τέως ἐν ταυτότητι μεῖναι τὰς ῥύσεις I desire that.., POxy.940.2 v A.D.); decide judicially, PMonac.1.20, 6.55, al. (vi A.D.);ἐὰν συνίδῃ δεόμενον τὸ πρᾶγμα ζητήσεως Cod.Just.4.20.15.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνοράω
-
20 σχολικός
Aσχολή 11
) scholastic,ὑπομνήματα Ath.3.83b
;παράδοσις Heliod.
ap. Orib.49.8.1; academic,σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2
; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the ([place name] Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. - κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13.2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7.II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολικός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αγνόημα — ἀγνόημα, το (Α) [ἀγνοῶ] 1. σφάλμα, πλάνη ή αμάρτημα που οφείλεται σε άγνοια 2. άγνοια … Dictionary of Greek
ἀγνόημα — fault of ignorance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοημάτων — ἀγνόημα fault of ignorance neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοήμασι — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοήμασιν — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοήματα — ἀγνόημα fault of ignorance neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοήματι — ἀγνόημα fault of ignorance neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγνοήματος — ἀγνόημα fault of ignorance neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνοώ — ἀγνοῶ (Α έω) 1. δεν έχω γνώση κάποιου πράγματος, δεν γνωρίζω, έχω άγνοια 2. παθ. διαφεύγω την προσοχή τών άλλων, μένω άγνωστος, δεν γνωρίζουν τίποτε για την τύχη μου νεοελλ. 1. προσποιούμαι ότι δεν γνωρίζω κάποιον ή κάτι, αδιαφορώ, περιφρονώ,… … Dictionary of Greek
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ԱՆԳԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0126 Chronological Sequence: 5c, 6c, 8c, 12c, 13c գ. ἅγνοια, ἁγνόημα ignorantia Պակասութիւն գիտութեան. չգիտելն. անգիտանալն. անհմտութիւն. տգիտութիւն. եւ մեղք տգիտութեան. ... *Ածէիր ʼի վերայ մեր անգիտութիւն: Քաւեսցէ վասն անգիտութեանն՝ զոր … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)