-
1 σχολικός
Aσχολή 11
) scholastic,ὑπομνήματα Ath.3.83b
;παράδοσις Heliod.
ap. Orib.49.8.1; academic,σ. συγγυμνασία A.D.Conj. 213.2
; σ. πλάσματα school compositions, D.Chr.18.18; σ. ἀγνόημα an error of the ([place name] Aristarchean) school, Sch.Il.2.111; σχολικὸν μᾶλλον ἢ παραγγελματικόν, more like lectures than a handbook, D.H. Comp.22. Adv. - κῶς after the manner of the schools, S.E.M.8.13.2 long-winded, tedious, Longin.3.5, 10.7.II σχολικά, τά, = causae summatim excerptae, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχολικός
-
2 σχολικά
σχολικόςscholastic: neut nom /voc /acc plσχολικά̱, σχολικόςscholastic: fem nom /voc /acc dualσχολικά̱, σχολικόςscholastic: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 σχολικόν
σχολικόςscholastic: masc acc sgσχολικόςscholastic: neut nom /voc /acc sg -
4 σχολικαί
σχολικόςscholastic: fem nom /voc pl -
5 σχολικούς
σχολικόςscholastic: masc acc pl -
6 σχολικήν
σχολικόςscholastic: fem acc sg (attic epic ionic) -
7 σχολικών
-
8 σχολικῶν
-
9 σχολική
-
10 σχολικῇ
-
11 σχολικαίς
-
12 σχολικαῖς
-
13 σχολικοίς
-
14 σχολικοῖς
-
15 σχολικωτάτω
-
16 σχολικωτάτῳ
-
17 σχολικώ
-
18 σχολικῷ
-
19 σχολικώς
-
20 σχολικῶς
См. также в других словарях:
σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
σχολικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το σχολείο: Το σχολικό έτος άρχισε φέτος νωρίτερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολικά — σχολικός scholastic neut nom/voc/acc pl σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc/acc dual σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικῶν — σχολικός scholastic fem gen pl σχολικός scholastic masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικόν — σχολικός scholastic masc acc sg σχολικός scholastic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικαῖς — σχολικός scholastic fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικαί — σχολικός scholastic fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικοῖς — σχολικός scholastic masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικούς — σχολικός scholastic masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικωτάτῳ — σχολικός scholastic masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολικῇ — σχολικός scholastic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)