Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σχολικός

См. также в других словарях:

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το σχολείο: Το σχολικό έτος άρχισε φέτος νωρίτερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολικά — σχολικός scholastic neut nom/voc/acc pl σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc/acc dual σχολικά̱ , σχολικός scholastic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικῶν — σχολικός scholastic fem gen pl σχολικός scholastic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικόν — σχολικός scholastic masc acc sg σχολικός scholastic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικαῖς — σχολικός scholastic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικαί — σχολικός scholastic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικοῖς — σχολικός scholastic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικούς — σχολικός scholastic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικωτάτῳ — σχολικός scholastic masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολικῇ — σχολικός scholastic fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»