-
1 ἀγκαλιδη-φόρος
ἀγκαλιδη-φόρος, dasselbe von Menschen, nach Poll. 7, 109; 2, 139.
-
2 ἀγκαλιδηφόρος
ἀγκαλιδη-φόρος, dass. von Menschen -
3 ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκᾰλῐδ-ᾰγωγός, όν,A carrying an armful or bundle, of beasts of burden; [full] ἀγκαλιδη-φόρος, [suff] ἀγκᾰλῐδ-φορέω being used of men, Poll.2.139, 7.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγκαλιδαγωγός
См. также в других словарях:
αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek