Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγκαλίδα

См. также в других словарях:

  • ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκαλίδα — η (Α ἀγκαλίς) [ἀγκάλη] δέσμη ή σωρός πραγμάτων, σε ποσότητα αρκετή να γεμίσει μια αγκαλιά αρχ. αἱ ἀγκαλίδες η αγκαλιά …   Dictionary of Greek

  • ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγκαλος — ἄγκαλος, ο (Α) (παράλληλος σχηματισμός τού αγκάλη) η αγκαλίδα* …   Dictionary of Greek

  • αγκάλη — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 206 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νηλέως. * * * η (Α ἀγκάλη) 1. ο χώρος εν είδει κόλπου, που σχηματίζεται ανάμεσα στο στήθος τού ανθρώπου και στα χέρια του,… …   Dictionary of Greek

  • αγκαλίς — ἀγκαλίς ίδος, η (Α) βλ. αγκαλίδα …   Dictionary of Greek

  • ωλένη — Μακρό οστό που βρίσκεται στο εσωτερικό μέρος του αντιβραχίονα. H κερκίδα καταλαμβάνει το εξωτερικό μέρος. Το επάνω άκρο της αρθρώνεται με το κάτω μέρος του βραχιόνιου οστού μέσω μιας ημισεληνοειδούς απόφυσης (κορωνοειδής απόφυση) και προς τα έξω… …   Dictionary of Greek

  • ωλενίς — ίδος, ἡ, Α αγκαλίδα, δεμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ἀγκαλ ίς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»