Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγερώχως

См. также в других словарях:

  • Ἀγερώχως — Ἀγέρωχος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγερώχως — ἀγέρωχος high minded adverbial ἀγέρωχος high minded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»