-
1 Αγερώχως
-
2 Ἀγερώχως
-
3 αγερώχως
-
4 ἀγερώχως
См. также в других словарях:
Ἀγερώχως — Ἀγέρωχος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερώχως — ἀγέρωχος high minded adverbial ἀγέρωχος high minded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινολογία — η (AM κοινολογία) [κοινολογώ] διάδοση στο κοινό, κοινολόγηση, κοινοποίηση μσν. (κατά τον Φώτ.) κοινή διάλεκτος αρχ. 1. κοινή σύσκεψη, συμβούλιο, κυρίως ιατρικό («ἑτέρους [ἰατροὺς] εἰσάγειν ἕνεκα τοῡ ἐκ κοινολογίης ἱστορήσαι τὰ περὶ τὸν νοσὲοντα» … Dictionary of Greek