-
1 αγγελίαι
ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγγελίαι
ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 αγγελια
эп.-ион. ἀγγελίη ἥ1) весть, известие; донесение Hom., Her., Trag., Thuc., Xen., Plat.ἀ. πατρὸς ἐρχομένοιο Hom. — весть о прибытии отца;
ἐμέν ποτιδέγμενος ἀγγελίην Hom. — ожидающий вести обо мне;ἀ. τῆς Χίου Thuc. — сообщение из Хиоса2) посольство3) поручение, указание(ἀγγελίαι Διός HH.; ἀγγελίαι Εὐρυσθέος Pind.)
-
4 δύναμαι
δύναμαι, können; 2. sing. indicat. praes. δύνασαι, Hom. Iliad. 1, 393. 16, 515 Odyss. 4, 374. 5, 25. 16, 256. 21. 171 Soph. Aj. 1164 Demosth. Mid. 207; statt δύνασαι in einigen Stellen bei Dichtern u. Sp. Prosa δύνῃ, δύνᾳ oder δύναι, wie statt ἐπί. στασαι Aeschyl. Eum. 86. 581 ἐπίστᾳ: Eurip. Hecub. 253 δρᾷς δ' οὐδὲν ἡμᾶς εὖ, κακῶς δ' ὅσον δύνῃ, kann auch ehr wohl conjunctiv. sein; Eurip. Andromach. 239 σὺ δ' οὐ λέγεις γε, δρᾷς δέ μ' εἰς ὅσον δύνῃ, kann auch sehr wohl conjunctiv. sein; Soph. Phil. 798 πῶς ἀεὶ καλούμενος οὕτω κατ' ἦμαρ οὐ δύνᾳ μολεῖν ποτε; vs. 849 ἀλλ' ὅτι δύνᾳ μάκιστον, κεῖνό μοι, κεῖνο λάϑρα ἐξιδοῠ ὅπως πράξεις; Theocrit. 10, 2 οὔτε τὸν ὄγμον ἄγειν ὀρϑὸν δύνᾳ ὡς τοπρὶν ἆγες; Aelian. V. H. 13, 31 σὺ μὲν γὰρ οὐδένα τῶν ἐμῶν δύνῃ ἀποσπάσαι; vgl. Scholl. Iliad. 14, 199 Odyss. 11, 221 Lobeck Phrynich. p. 359; 3. plural. δυνέαται Herodot. 2, 142; conjunctiv. δύνωμαι, 2. sing. δύνηαι Hom. Iliad. 6, 229, Tyrannio Properispom. δυνῆαι, »sowohl Aristarch als die Anderen« δύνηαι, s. Scholl. Herodian., Lehrs Aristarch. p. 309; δυνεώμεϑα Herodot. 4. 97, δυνέωνται 7, 163; optativ. δυναίμην; infin. δύνασϑαι, Scholl. Herodian. Iliad. 10, 67; imperfect. ἐδυνάμην, Att. ἠδυνάμην, nach Atticisten: ἐδύνασϑε Odyss. 21, 71; ἐδύναντο Iliad. 9, 551. 12, 417. 419. 432. 13, 552. 687. 15, 22. 406. 408. 416. 651. 16, 107. 18, 163 Odyss. 11, 264. 16, 35721, 184; δυνάμην Iliad. 19, 136 Odyss. 12, 232; δύνατο Iliad. 3, 451. 11, 120. 13, 436. 15, 617. 16, 141. 509. 19, 388. 21, 175. 22, 201. 23, 719. 720 Odyss. 10, 246. 19, 478. 21, 247. 24, 159. 170; δυνάμεσϑα Odyss. 9, 304. 12, 393; ἐδυνάμην Aristoph. Eccl. 316; ἐδύνω Xen. An. 1, 6, 7. 7, 5. 5; ἠδύνω Philippid. bei Athen. 15, 700 c; ἐδύνατο Herodot. 1, 10. 7, 134 Xen. Cyr. 7. 2, 4 Hell. 5, 4, 16; ἠδύνατο Xen. Hell. 2, 2, 9; ἠδύναντο Thuc. 7, 50; ἐδυνέατο Herodot. 4, 114; futur. δυνήσομαι; aorist. ἐδυνήϑην, Att. ἠδυνήϑην; bei Hom. kommt dieser aorist. nicht vor; ein anderer aorist. ἐδυνάσϑ ην wie von δυνάζω: Homer. ἐδυνάσϑη Iliad 23, 465 Odyss 5, 319, ἐδυνάσϑην Herodot. 2, 19, ἐδυνάσϑη Herodot. 2, 140, ἐδυνά-σϑησαν 7 106, δυνασϑῆναι 2, 110, ἐδυνάσϑη Pindar. Ol 1, 56. ἐδυνάσϑησαν Soph. O. R. 1212, ἐδυνάσϑην Eurip. Ion. 867, ἐδυνάσϑην Xen. Hell. 7, 3, 3, ἐδυνάσϑη Cyr. 1, 1, 5, δυνασϑῇ Hell. 2, 3, 33, δυνασϑείη An 7, 6, 20. δυνασϑῆναι Cyr. 4, 2, 12; ἠδυνάσϑης Jerem. 20, 7, ἠδυνάσϑη Marc 7, 24, vgl. Etymol. m. p 312, 10 καὶ ἀπὸ τοῠ δυνάζω ὁ μέλλων δυνάσω, ὁ παρακείμενος δεδύνακα, ὁ παϑητικὸς δεδύνασμαι, ἐδυνάσϑην καὶ Ἀττικῶς ἠδυνάσϑην; in derselben Bedeutung ein aorist. med. ἐδυνησὰμην: Homer. ἐδυνήσατο Iliad. 14, 33. 423, δυνήσατο Iliad. 5, 621. 13. 510. 607. 647 Odyss. 17, 303, δυνήσατο Arat. Phaenom. 375 Ep. ad. 618 (VII 148); sehr späte Prosa; perfect. δεδύνημαι: 2 sing. δεδύνησαι Antigon. Caryst. bei Athen. 8, 345 d; δεδυνήμεϑα Demosth. Phil. 1, 30, δεδύνηνται Demosth. Symmor. 1. – Bedeutung: 1) können, vermögen, im Stande sein, in Bezug auf die Außenwelt; von Hom. an überall; Gegensatz βούλεσϑαι Plat Hipp. mai. 301 c οὐχ οἷα βούλεταί τις, φασὶν ἄνϑρωποι ἑκάστοτε παροιμιαζόμενοι, ἀλλ' οἷα δύναται; gew. mit dem inf. praes. oder aor., selten mit dem inf. fut., εἰ σέ γε πείσειν δυνησόμεϑα Soph. Phil. 1380; vgl. Lob. zu Phryn. p. 748. Häufig ist der inf. aus dem Zusammenhang zu ergänzen od. das Wort absolut gebraucht, ἀλλὰ σύ, εἰ δύνασαί γε, περίσχεο παιδός, wenn du anders kannst, Il. 1, 393; τανῠν δ' εὔπομπος (γενοῠ) εἰ δύναιο Soph. O. R 697; ἐγώ τοι ταῠτα μεταστήσω· δύναμαι γάρ Od. 4, 612; Τηλέμαχον δὲ σὺ πέμψον ἐπισταμένως – δύνασαι γάρ –, ὥς κε ἴκηται Od. 5, 25; τοίη γάρ οἱ πομπὸς ἅμ' ἔρχεται, ἥν τε καὶ ἄλλοι ἀνέρες ἠρήσαντο παρεστάμεναι – δύναται γάρ –, Παλλὰς Ἀϑηναίη Od. 4, 827; αὐτάρ τοι τόδε ἔργον Ἀϑηναίης ἀγελείης, ἥ τέ με τοῖον ἔϑηκεν, ὅπ ως ἐϑέλει – δύναται γάρ –, ἄλλοτε μὲν πτωχῷ ἐναλίγκιον κτἑ. Od. 16, 208; δύνασαι γάρ, δύναται γάρ, er kann es ja, Callim. Apoll. 29 Del. 226. – Mit dem acc., δύναται γὰρ ἅπαντα, er kann alles (thun), Od. 4, 237. 14, 445; ϑεοὶ δέ τε πάντα δύνανται Od. 10, 306; ὅσσον δύναμαι χερσίν τε ποσίν τε, wie viel ich mit Händen u. Füßen ausrichten kann, Il. 20, 360; μέγα δυνάμενος, der Großmöächtige. Od. 1, 276. Bei Lys. 24 steht ὁ δυνάμενος dem ἀδύνατος entgegen u. wird §. 4 τῷ σώματι δύνασϑαι, von gesundem starkem Körper sein, erkl.; vgl. Aesch. 2, 95, im Ggstz von ἀῤῤωστία, u. Xen. An. 4, 5, 11. 12. Aehnl. ὁ πλουτῶν καὶ δυνάμενος χρήμασι Lys. 6, 48. So wird bes. das partic. oft in der Bdtg des Vielvermögenden, Mächtigen, Angesehenen gebraucht; δυνάμενος παρ' αὐτῷ μέγιστον τῶν Περσέων Her. 7, 5; vgl. Thuc. 1, 33. 6, 39; δυνάμενοι ἐν τοῖς πρώτοις 4, 105; οἱ μέγιστον δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Phaedr. 257 d; οἱ δυνάμενοι ἐν ταῖς πόλεσι πράττειν Protag. 317 a; μάλιστα γὰρ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι 326 b; οἱ τὸ μέγιστον δυνάμενοι Xen. An. 7, 6, 37; δυνάμενος τῷ τε πράττειν τῷ τε λέγειν Dem. 49, 9, u. so noch Sp., wie D. Cass. 44, 33. – Bei Superl. nach ὡς, ὅπως oder Relat. drückt es den höchstmöglichen Grad aus; ὡς ἐδυναμεϑα ἀρίστην, die beste, die wir konnten, die bestmögliche, Plat. Rep. IV, 434 e; ὅτι ἥξοι ἔχων ἱππέας ὡς ἂν δύνηται πλείστους Xen. An. 1, 6, 3; ὡς ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich; προϑυμούμενος πρᾶξαι ὁπόσα πλεῖστα ἠδυνάμην Cyr. 5, 5, 26; δι' ἐπιμελείας ἧς ἐδύναντο πλείστης D. Hal. 1, 69, mit der möglichst großen Sorgfalt; vgl. οὕτως ὅπως δύναμαι, so gut wie ich vermag, Plat. Phaedr. 228 c; οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεϑα Isocr. 14, 4; ὡς ἐδύνατο, wie er immer konnte, Xen. An. 2, 6, 2. 7, 2, 3. – 2) können, über sich gewinnen, im Stande sein, in Bezug auf den eigenen Willen, bes. mit der Negat., τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα, ich kann es nicht über mich gewinnen, ich mag, kann nicht dich im Unglück verlassen, Od. 18, 331; οὐ δύναμαι βιοτεύειν Thuc. 1, 130 u. A. So auch in der Frage: τὸ δ' αὖ ξυνοικεῖν τῇδ' ὁμοῠ τίς ἂν γυνὴ δύναιτο; Soph. Tr. 846, wie auch Ant. 451 zu nehmen, οὐδὲ σϑένειν τοσοῦτον ᾠόμην τὰ σὰ κηρύγμαϑ' ὥστ' ἄγραπτα – ϑεῶν νόμιμα δύνασϑαι ϑνητὸν ὄνϑ' ὑπερδραμεῖν, daß ich die Sterbliche es über mich vermöchte; οὐ δύναμαι μὴ γελᾶν, d. i. ich muß lachen, Ar. Ran. 42. – 3) gelten, bedeuten, zunächst vom Gelde, ὁ σίγλος δύναται ἑπτὰ ὀβολοὺς καὶ ἡμιοβόλιον Ἀττικούς, macht aus, gilt 71/2 att. Obolen, Xen. An. 1, 5, 6; ὁ Κυζικηνὸς ἐδύνατο ἐκεῖ κη' δραχμάς Dem. 34, 23; vgl. Ael. V. H. 1, 22; dah. καὶ δύναται παρ' ἐκείνοις Ἀττικὸς ὀβολός, er gilt bei ihnen, Luc. de luct. 10. Aehnl. Her. τριηκόσιαι ἀνδρῶν γενεαὶ δυνέαται (betragen) μύρια ἔτεα 2, 142. Von Wörtern, bedeuten, wie B. A. p. 89 τί δύναται ἥδε ἡ λέξις; neben ὁ στατὴρ πόσους ὀβολοὺς δύναται; δύναται τὸ νεοδαμῶδες ἐλεύϑερον ἤδη εἶναι Thuc. 7, 58; vgl. Her. 2, 80. 4, 192; τὸ κολάζειν, τί ποτε δύναται; Plat. Prot. 324 a; τοῠτο γὰρ δύναται ὁ λόγος Euthyd. 286 c; τοῠτο δύνανται αἱ ἀγγελίαι, das haben die Botschaften zu bedeuten, Thuc. 6, 36; τί δύναται τὸ τριβώνιον; Ar. Plut. 842; ἦν δὲ αὕτη ἡ στρατηγία οὐδὲν ἄλλο δυναμένη ἢ ἀποφυγεῖν, sie hatte nichts anders zu bedeuten, war nichts als eine andere Art von Flucht, Xen. An. 2, 2, 13, womit Krüger Thuc. 1, 141 vergleicht: τὴν αὐτὴν δύναται δούλωσιν ἥτε μεγίστη καὶ ἐλαχίστη δικαίωσις; λόγους ὡς ἔργα δυναμένους, gleich Thaten, 6, 40; u. so noch Sp.; – in der Mathematik, ein Quadrat geben von Linien u. Zahlen, z. B. τριγώνου ὀρϑογωνίου ἡ τὴν ὀρϑὴν γωνίαν ὑποτείνουσα ἴσον δύναται ταῖς περιεχούσαις, die Hypot. giebt ein gleiches Quadrat, d. i. das Quadrat der Hypotenuse ist gleich den Quadraten der Katheten zusammengenommen, Ath. X, 418 f; vgl. Plat. Theaet. 147 e ff. – 4) imperf., δύναται, = δυνατόν ἐστι, es ist möglich, δύναται ἀρετὴν γενέσϑαι καὶ μένειν ἄϋλον Plut. de virt. mor. 1, wo man ἀρετή geändert hat; τοῖς Σπαρτιήτῃσι καλλιερῆσαι οὐκ ἐδύνατο, es sollten die Opfer für die Sp. nicht glücklich ausfallen, Her. 7, 134; vgl. 9, 45. – In δυναμένοιο braucht Hom. υ lang Od. 1, 276. 11, 414; eben so ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο Eiresion. in Vit. Homeri Pseudoherodot. 33; und Eigenname Δῡναμένη Iliad. 18, 43 Hes. Th. 248.
-
5 λῡσί-ποθος
λῡσί-ποθος, Liebe, Sehnsucht stillend, ἀγγελίαι, Agath. 11 (V, 269).
-
6 λῡσί-γαμος
λῡσί-γαμος, ἀγγελίαι od. ἀμβολίαι, die Ehe auflösend, Agath. 3 (V, 302).
-
7 δυναμαι
(ῠ) (impf. ἐδυνάμην - поэт. тж. ἠδυνάμην, эп. δυνάμην; aor. ἐδυνήθην - поэт. тж. ἠδυνήθην, эп.-дор.-ион. ἐδυνάσθην, дор. ἐδυνάθην с ᾱ, эп. med. ἐδυνησάμην и δυνησάμην; pf. δεδύνημαι)1) мочь, быть в состоянии(τι Hom. и ποιεῖν τι Trag., Her., Thuc., Arst., Polyb., Plut.)
οὐ δύναμαι μέ γελᾶν Arph. — не могу удержаться от смеха;οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. — не будучи в состоянии выдержать осаду;ὡς или ᾗ ἐδύνατο τάχιστα Xen. — так быстро, как только мог;οὕτως ὅπως ἂν δυνώμεθα Isocr. — изо всех наших сил;δύναται impers. Plut. — возможно;οὐκ ἐδύνατό τινι Her. — оказалось невозможным для кого-л.2) быть сильным, крепкимτῷ σώματι δ. Lys. — быть физически здоровым;
δ. χρήμασι Lys. — быть состоятельным человеком;τὰ μέ δυνάμενα τῶν ὑποζυγίων Xen. — те из вьючных животных, которые устали3) иметь силу, быть могущественным, влиятельным(παρά τινι Aesch., Her., Thuc.)
4) иметь цену или стоимость, стоить, равняться(ἑπτὰ ὀβολούς Xen.; εἴκοσι δραχμάς Dem., Plut.)
5) равняться, составлять6) ( о деньгах) иметь хождение(παρ΄ ἐκείνοις δύναται Αἰγιναῖος ὀβολός Luc.)
τὸ νόμισμα οὐκ ἀεὴ ἴσον δύναται Arst. — деньги не всегда сохраняют одинаковый курс7) значить, означать; τί ποτε δύναται; Plat. что это, собственно, значит?; τὸ οὔνομα τοῦτο ἐστὴ μὲν Λιβυκόν, δύναται δὲ κατ΄ Ἑλλάδα γλῶσσαν βουνοί Her. это слово - ливийское, а по-гречески оно значит «холмы»; αὑταὴ αἱ ἀγγελίαι τοῦτο δύνανται Thuc. вот что означают эти вести8) мат. быть возведенным в степень -
8 καταλαμβανω
(fut. καταλήψομαι - ион. καταλάμψομαι, aor. 2 κατέλαβον, pf. κατείληφα - ион. καταλελάβηκα; pass.: aor. κατελήφθην - ион. κατελάμφθην, pf. κατείλημμαι)1) схватывать, охватывать(νῶτά τινος Hom. - in tmesi)
2) захватывать(τέν ἀκρόπολιν Thuc.; τὰ χρήματά τινος Arph.; Πειραιεὺς κατειλημμένος Isocr.)
3) тж. med. занимать(στρατόπεδον Thuc.; ἕδρας Arph.; πόλιν Polyb.; θέαν Luc.; πάντα φυλακαῖς Plut.)
4) хватать, ловить(φεύγοντας Her.; ὅ καταληφθείς θανάτῳ δίδοται Plat.)
κατελήφθη πωλῶν τὰ σά Eur. — он был пойман, когда продавал твои вещи5) зажимать, затыкать(τὰ ὦτα ταῖς χερσί Plut.)
6) сдерживать, задерживать, (при)останавливатьἴσχε καὴ καταλάμβανε σεωυτόν Her. — смиряй и сдерживай себя;κ. τὸ πῦρ Her. — потушить огонь7) прекращать, улаживать(τὰς διαφοράς Her.)
8) унимать, примирять(τοὺς ἐρίζοντας Her.)
9) укреплять, закреплять(φρουραῖς, sc. τὰς πόλεις Plut.; τὰ μὲν νόμοις κατειλημμένα, τὰ δὲ ἔθεσιν Arst.)
ἐκ παλαιοῦ κατειλημμένος Arst. — издревле укоренившийся10) обязывать, связывать(πίστι Her.; ὁρκίοις Her. и ὅρκοις τινὰ ποιεῖν τι Plut.)
τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα Plat. — предписываемое законами под страхом наказаний;εὗρε (τὰς σπονδάς) κατειλημμένας Thuc. — он нашел соглашение о перемирии утвержденным11) реже med. постигать (умом), воспринимать, усваивать(τι διὰ τῆς αἰσθήσεως Plat.; θείῳ ὄμματι τὰ θεῖα Arst.; δικαιοσύνην NT.)
12) заставать, застигать, находить(τοὺς φύλακας ἀμφὴ πῦρ καθημένους Xen.; ἀνεῳγμένην τέν θύραν Plat.; γυνέ ἐπὴ μοιχείᾳ κατειλημμένη NT.)
καταλαβεῖν τινα ἔνδον Plat. — застать кого-л. дома;κατέλαβε ὃν ἐβούλετο Arst. — он встретил, кого хотел13) постигать, поражать(νοῦσος, ἥ μιν κατέλαβε Her.)
εἴ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι Plat. — если кого-л. постигнет несчастье14) доходить, достигатьκαταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι Her. — я доведен до того, что должен открыть вам это15) тж. med. замечать, обнаруживатьαὐτὸς ἑαυτὸν οὐ κατείληφε γεγονὼς σοφός Plut. — он незаметно для себя стал мудрецом16) med. брать на себя, принимать(τὰ πρήγματα Her.)
τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι Her. — то, чего другие не касались, о том я (и) упомяну17) происходить, приключаться, случатьсяτὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε Her. — с отцом (Деифона) случилось следующее;
εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι βωθέειν Her. — если у вас случится так, что вы не сможете прийти на помощь;ἢν πόλεμος καταλαβῇ Thuc. — если возникнет война;πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. — прежде, чем с нами произойдет нечто непоправимое;Στησαγόρεα κατέλαβε ἀποθανεῖν ἄπαιδα Her. — вышло так, что Стесагор умер бездетным;τὰ καταλαβόντα Her. — происшествия, события, τῆς νυκτὸς καταλαβούσης Diod. с наступлением ночи -
9 λυσιγαμος
-
10 λυσιποθος
-
11 ψευδω
1) чаще med. обманывать, вводить в заблуждение(τινά τινος Aesch., Soph., Arph. и ψ. τινά τι Eur., Xen.)
; pass. быть обманутым, ошибаться, заблуждатьсяψευσθῆναί τινος Soph., Her., Thuc., Arph., τινι и ἔν τινι Her., περί τινος Xen., Plat. и τι Xen., Plat.; — обмануться в ком(чем)-л. или насчет чего-л.;
ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Plat. — ошибиться насчет истинного положения вещей;λαβεῖν τινα ἐψευσμένον Soph. — поймать кого-л. на ошибке;ψεῦσμα ἐψευσμένος Plat. — допустив(ший) ошибку2) med. говорить неправду, лгать(ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω Hom.)
ἀνέρ οὐδαμῶς οἱός τε ψεύδεσθαι Dem. — человек, совершенно неспособный лгать;φεύδεσθαι περί и κατά τινος Lys., Plat.; — говорить неправду о ком(чем)-л.;ψεύδεσθαι πρός τινα Xen. — лгать кому-л.;τοῦτό γ΄ οὐκ ἐψεύσατο Arph. — в этом он не солгал;αἱ ἀγγελίαι ἐψευσμέναι Thuc. — вымышленные вести;Δίους γάμους ἐψεύσατο Eur. — (Семела) выдумала, будто она вступила в брак с Зевсом3) med.-pass. быть ложным, невернымἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται Her. — третий из этих способов - самый ложный;
ὅ λόγος ψευδόμενος Arst. — ложное умозаключение4) уличать в неправде, опровергатьψεύδει ἥ ἐπίνοια τέν γνώμην Soph. — последующее размышление опровергает (прежнее) мнение
5) чаще med. не исполнять, вероломно нарушать(ὅρκια Hom.; συνθήκας Xen.)
ψ. οὐδὲν σημάτων προκειμένων Soph. — не оставить без исполнения ни одного из данных предзнаменований;οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς Her. — они привели в исполнение свои угрозы;ἥ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις Thuc. — нарушенное обещание;ψεύσασθαι τέν ξυμμαχίαν Thuc. — вероломно расторгнуть военный союз;τὰ χρήματα ἃ ὑπέσχοντο ἐψευσμένοι ἦσαν Xen. — деньги, которые они обещали, выплачены не были -
12 αγγελία
ἀγγελίᾱ, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc /acc dualἀγγελίᾱ, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀγγελίαι, ἀγγελίαmessage: fem nom /voc plἀγγελίᾱͅ, ἀγγελίαmessage: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 ἀγγελία
ἀγγελία (-ας, -ᾳ, -αν; -αι, -αις.)a message, news, announcementμιν ἀγγελίαις Εὐρυσθέος ἔντὐ ἀνάγκα πατρόθεν O. 3.28
ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
παντᾷ ἀγγελίαν πέμψω ταύταν O. 9.25
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἀγγελίαν O. 14.21
φέρων μέλος ἔρχομαι ἀγγελίαν τετραορίας P. 2.4
τὰν πολύκοινον ἀνδέξατ' ἀγγελίαν P. 2.41
“ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” P. 8.50 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι.” I. 8.41 ]πικρο[τά]ταν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ (supp. Lobel.) fr. 169. 34.b conveying of newsαὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
c pro pers. TidingsἙρμᾶ δὲ θυγατρὸς ἀκούσαις Ἰφίων Ἀγγελίας O. 8.82
-
14 ἄντρον
1 cave Ζεῦ τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα Ἰδαῖόν τε σεμνὸν ἄντρον (v. Ἰδαῖος) O. 5.18Τυφὼς. τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.17
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63
“σεμνὸν ἄντρον, Φιλλυρίδα, προλιπὼν” P. 9.30 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 ἀντρόθε: “ ἀντρόθε γὰρ νέομαι” (v. l. ἄντροθε) Jason speaks P. 4.102 -
15 αὐτίκα
1 at once, suddenlyἔννεπε κρυφᾷ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων O. 1.47
θανόντων μὲν ἐνθάδ' αὐτίκ ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν O. 2.57
ξείνων δ' εὖ πρασσόντων, ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος αὐτίκα O. 6.44
ἐκέλευσεν δ' αὐτίκα O. 7.64
ἐξ ὀνείρου δαὐτίκα ἦν ὕπαρ O. 13.66
τάφε δ' αὐτίκα P. 4.95
αὐτίκα δ' Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸςἔννεπεν P. 4.241
αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29
“ ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν αὐτίκα συντελέθειν ἔννομον δωρήσεται” P. 9.57ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
ἐπεὶ σπλάγχνων ὕπο ματέρος αὐτίκαθαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς ὠδῖνα φεύγων μόλεν N. 1.35
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44
αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.65
ὣς ἦρα εἰπὼν αὐτίκα ἕζετ I. 6.55
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 ] ἀδαυτικ[ dub. P. Oxy. 2445. fr. 28. -
16 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33 -
17 ἐς
ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, P. 4.44, P. 6.4, P. 9.55, I. 7.41 fr. 162, ?fr. 333a. 8.)1a to, towards, into.I generally, lit. & met.ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.10
ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαντε Σίπυλον O. 1.38
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) O. 1.48ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν O. 1.78
ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον O. 2.49
ἐς γαῖαν πορεύειν O. 3.25
ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται O. 3.34
ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος O. 6.44
δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν O. 6.63
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν O. 7.33
ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
[ βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. πρός) O. 9.34]εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92
ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.35
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.34
ἤλυθεν ἐς λέχος P. 3.99
“ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼν” P. 4.44ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα P. 4.188
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
“ ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” P. 9.55ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) P. 11.4θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε,Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
—3.καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him N. 10.14εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22
τὸν (= Τελαμῶνα)χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν I. 6.27
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) I. 7.11ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν I. 7.45
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν I. 8.21
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41ἐς Τροία[ν Pae. 6.75
μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15
]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to,φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ ( εἰς coni. Er. Schmid) N. 5.11 ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into,βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.37
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle)τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον I. 2.2
II of journeying, uponἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἐς πλόον ἀρχομένοις (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
III sc. δόμους, to the home ofεἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b towards, in the direction ofδᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις P. 3.35
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα... εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.c with a view to, with the object of, for “ φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον I. 6.36
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.d with regard to, in reference toἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
( αἶνον)ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.e of time, for, during.ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63
ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.f dub. & frag. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” ( πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.2 ἐν, a Doric form of ἐς.a to, towardsΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.b intoξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.c dub., upon πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (codd.: δοκέοντι Fennel, Lobel: cf. ἐν 8.) N. 7.31d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) N. 4.68ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2. -
18 εὐθύς
εὐθῠς adj.a straight, straightforwardεὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.103
ναῶν πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν (v. 1. εὐθῦν(αι), εὔθυν(ε). Σ.) O. 7.33στάδιον μὲν ἀρίστευσεν εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.64
ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ N. 1.25
εὐθεῖα δὴ ( ἐστι) κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 2.b correct: upright, straightforwardτόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών P. 3.28
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
------------------------------------a at once, straightway adv.ἔννεπε δ' εὐθὺς Ἀπόλλων O. 8.41
κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν O. 13.86
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις P. 4.34
μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.39
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
εὐθὺς δ' ἀπανάνατο νύμφαν N. 5.33
b directlyτάχα δ' εὐθὺς ἰὼν P. 4.83
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” ( εὐθὺ coni. Hermann) I. 8.41 -
19 μηδέ
1 and not, nora in principal cl., c. impv. “ἰόντων δ' ἀγγελίαι μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” I. 8.42 preceded by a neg.,μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον μηδ Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους I. 2.45
fragg. μηδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.b in subord. cl.I rel., preceded by neg.κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται P. 9.88
-
20 Χίρων
Χῑρων (-ων, -ωνος, -ωνι, -ωνα: Χείρ- codd., corr. Schr.: sed v. West ad Theog., 1001) a centaur (v. φήρ), son of Kronos and Philyra (cf. P. 2.44ff.), married to Chariklo; teacher of Jason, Achilles, Asklepios, dwelling in a cave on Mt. Pelion in Thessaly.1ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν ζώειν τὸν ἀποιχόμενον, Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου P. 3.1
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” (Jason speaks) P. 4.102 Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκαν (sc. Ἰάσονα) P. 4.115αὐτίκα δ' ἐκ μεγάρων Χίρωνα προσήνεπε φωνᾷ P. 9.29
βαθυμῆτα Χίρων τράφε λιθίνῳ Ἰάσον' ἔνδον τέγει, καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.53
φύτευέ οἱ θάνατον ἐκ λόχου Πελίαο παῖς (i. e. Πηλεῖ),ἄλαλκε δὲ Χίρων N. 4.60
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί fr. 177c.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek