-
1 αβασάνιστος
-
2 ἀβασάνιστος
-
3 αβασανιστος
21) неисследованный, неиспытанный(ἀβασάνιστον παραλείπειν τι Plut.)
2) не подвергаемый пыткам, т.е. неприкосновенный(τὸ σῶμα τοῦ ἱερέως Plut.)
-
4 ἀβασάνιστος
ἀβασάνιστος, ον,A not tortured,ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3
, cf. Plu.2.275c;κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9
. Adv. - τως without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14.2 untried, unexamined,ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13
;ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3
;παραλείπειν Plu.2.59c
. Adv.- τως
without due examination,Th.
1.20, Plu.2.28b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβασάνιστος
-
5 αβασάνιστος
η, ο [ος, ον ]1) непроверенный; непродуманный, поверхностный;αβασάνιστοςη γνώμη (κρίση) — непродуманное, поверхностное мнение (суждение);
2) не страдавший, не испытавший страданий -
6 αβασάνιστος
[авасанистос] επ не чувствующий не ловкости, стеснения. -
7 ἀβασάνιστος
ἀ-βασάνιστος, nicht gefoltert, nicht durch die Folter erforscht; überh. unerörtert, ununtersucht, ungeprüft; ungesucht, natürlich -
8 αβασάνιστος
inconsidéré -
9 αβασανίστως
-
10 ἀβασανίστως
-
11 αβασάνιστον
ἀβασάνιστοςnot tortured: masc /fem acc sgἀβασάνιστοςnot tortured: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀβασάνιστον
ἀβασάνιστοςnot tortured: masc /fem acc sgἀβασάνιστοςnot tortured: neut nom /voc /acc sg -
13 ἀ-βασκάνιστος
ἀ-βασκάνιστος, Plat. amat. 13, muß ἀβασάνιστος oder ἀβάσκαντος heißen.
-
14 αταλαιπώρητος
η, ο [ος, ον ]1) не бедствовавший, не испытавший тяжёлых лишений; счастливый, благополучный; 2) см. αβασάνιστος -
15 αβασανίστοις
-
16 ἀβασανίστοις
-
17 αβασανίστου
-
18 ἀβασανίστου
-
19 αβασανίστους
-
20 ἀβασανίστους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)