-
1 αβασάνιστος
-
2 ἀβασάνιστος
-
3 ἀβασάνιστος
ἀβασάνιστος, ον,A not tortured,ἀ. θνῄσκειν J.BJ1.32.3
, cf. Plu.2.275c;κημοῖς ὑπερῴαν ἀ. Ael.NA13.9
. Adv. - τως without pain, βλέπειν τὸν ἥλιον ib. 10.14.2 untried, unexamined,ἀ. τι ἐᾶσαι Antipho 1.13
;ἀπολιπεῖν Plb.4.75.3
;παραλείπειν Plu.2.59c
. Adv.- τως
without due examination,Th.
1.20, Plu.2.28b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀβασάνιστος
-
4 αβασανίστως
-
5 ἀβασανίστως
-
6 αβασάνιστον
ἀβασάνιστοςnot tortured: masc /fem acc sgἀβασάνιστοςnot tortured: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀβασάνιστον
ἀβασάνιστοςnot tortured: masc /fem acc sgἀβασάνιστοςnot tortured: neut nom /voc /acc sg -
8 αβασανίστοις
-
9 ἀβασανίστοις
-
10 αβασανίστου
-
11 ἀβασανίστου
-
12 αβασανίστους
-
13 ἀβασανίστους
-
14 αβασανίστω
-
15 ἀβασανίστῳ
-
16 αβασανίστων
-
17 ἀβασανίστων
-
18 αβασάνιστα
-
19 ἀβασάνιστα
-
20 αβασάνιστοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀβασάνιστος — not tortured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβασάνιστος — η, ο (Α ἀβασάνιστος, ον) [βασανίζω] 1. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, σε δοκιμασία, ανεξέλεγκτος, ανερεύνητος, αδοκίμαστος, ανεξέταστος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα (ταλαιπωρίες, στενοχώριες κ.λπ.), ο αταλαιπώρητος (στα αρχ. το επίρρ … Dictionary of Greek
αβασάνιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε στη ζωή του βάσανα, αταλαιπώρητος: Είχε πάντα μεγάλη αισιοδοξία, ίσως επειδή ήταν αβασάνιστος. 2. αυτός που δεν υποβλήθηκε σε έλεγχο, εξέταση: Δεχόταν σχεδόν το καθετί αβασάνιστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβασανίστως — ἀβασάνιστος not tortured adverbial ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστον — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc sg ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστοις — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστου — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστους — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστων — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασανίστῳ — ἀβασάνιστος not tortured masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβασάνιστα — ἀβασάνιστος not tortured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)