Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

хорошо

  • 101 разгладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разглаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ισιάζω, στρώνω, ομαλύνω•

    разгладить моршины ισιάζω τις ρυτίδες•

    разгладить волосы στρώνω τα μαλλιά•

    усы и.бороду ισιάζω (στρώνω) τα μουστάκια και τα γένια.

    2. σιδερώνω•

    разгладить платье утюгом σιδερώνω το φόρεμα.

    1. ομαλύνομαι, ισιάζω, στρώνω.
    2. σιδερώνομαι•

    платье -лось хорошо το φόρεμα σιδερώθηκε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > разгладить

  • 102 родить

    рожу, родишь, παρλθ. χρ. родила κ.δ. родила, родило, παθ. μτχ; παρλθ. χρ. рождённый, βρ: -дён, -дена, -дено ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γεννώ, τίκτω• κάνω•

    онэ. -ла сына αυτή έκανε γιό•

    она никогда не родила (αμ.) αυτήποτέ δε γέννησε.

    || φέρω στη ζωή•

    он -ил восемь сыновей αυτός έκανε οχτώ γιους.

    2. μτφ. δημιουργώ, προξενώ, φέρω•

    беда беду -ит το ένα κακό φέρει το άλλο.

    3. αμ. παράγω, αποδίδω, καρποφορώ•

    каменистая земля мало -ит το πετρώδες έδαφος λίγο αποδίδει.

    1. γεννιέμαι•

    каждый год у не -лись дети κάθεχρόνο αυτή γεννούσε κι από ένα παιδί•

    я -лся в 1916 году γεννήθηκα το 1916.

    2. μου έρχεται, μου κατεβαίνει•

    в тот час у него родитьлась идея εκείνη τη στιγμή του γεννήθηκε η ιδέα.

    3. γίνομαι, ευδοκιμώ, προκόβω•

    пшеница родитьласъ хорошо το σιτάρι πρόκοψε.

    εκφρ.
    - лся (родитьлась) в рубашке (в сорочке) – γεννήθηκε θεόφτωχος (όμως ευδοκίμησε).

    Большой русско-греческий словарь > родить

  • 103 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

  • 104 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

  • 105 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 106 смыть

    ρ.σ.μ.
    1. ξεπλύνω, αποπλύνω• ξεβγάζω•

    смыть грязь ξεπλύνω τη λάσπη.

    || μτφ. αποβάλλω•

    смыть с себя позор αποπλύνω τη ντροπή.

    2. παρασύρω•

    водой -ло много земли с берегов реки το νερό παρέσυρε πολλά χώματα από τις όχθες του ποταμού.

    εκφρ.
    как (водой). -ло – εξαφανίστηκε ξαφνικά, έγινε άφαντος.
    1. ξεπλύνομαι, αποπλύνομαι• βγαίνω•

    краска хорошо -лась η μπογιά καλά βγήκε (καθάρισε).

    2. αποβάλλω, διώχνω.
    3. μτφ. εξαφανίζομαι, αρατίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > смыть

  • 107 стирать

    ρ.δ.
    βλ. стереть.
    σφουγγίζομαι, σκουπίζομαι.
    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стиранный, βρ: -ран, -а, -о
    πλύνω•

    простыни πλύνω τα σεντόνια•

    мать вчера -ла η μάνα χτες έπλυνε.

    πλύνομαι,• новое бель хорошо -ется τα καινούρια ρούχα πλύνονται καλά.

    Большой русско-греческий словарь > стирать

  • 108 стрелять

    ρ.δ.
    1. πυροβολώ, τουφεκίζω, ρίχνω, βάλλω•

    стрелять из винтовки πυροβολώ με το τουφέκι, τουφεκίζω•

    стрелять из пушек κανονιοβολώ•

    он хорошо -ет αυτός ρίχνει καλά.

    2. μ. σκοτώνω, φονεύω (με πυροβόλο όπλο).
    3. μτφ. σκάζω, κροτώ, χτυπώ•

    в печке -ют дрова στη θερμάστρα σκάζουν τα ξύλα•

    мотор -ет το μοτέρ κρότεί (χτυπά).

    4. (απρόσ.) μου περνά οξύς (σουβλερός) πόνος.
    5. (απλ.) προσλιπαρώ•

    стрелять деньги προσλιπαρώ χρήματα.

    εκφρ.
    стрелять глазами – ρίχνω γρήγορες ματιές, κοιτάζωστα πεταχτά.
    1. αυτοκτονώ με πυροβόλο όπλο.
    2. παλ. μονομαχώ με πιστόλι.
    3. πυροβολούμαι, τουφεκίζομαι.
    4. φονεύομαι, σκοτώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стрелять

  • 109 строить

    строго, строишь
    ρ.δ.
    1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•

    строить дом χτίζω σπίτι•

    строить мост φτιάχνω γεφύρι.

    || κατασκευάζω•

    строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.

    || ράβω (ένδυμα).
    2. μτφ. δημιουργώ•

    строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.

    3. σχεδιάζω•

    строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.

    4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•

    строить фразу συντάσσω φράση•

    репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•

    строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•

    он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,

    5. βασίζω, στηρίζω•

    строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.

    6. κάνω•

    строить гримасы μορφάζω•

    строить шутки κάνω αστεία.

    7. συντάσσω•

    строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.

    8. παλ. μουσ. κουρντίζω.
    εκφρ.
    строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•
    строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...
    1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.
    2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.
    3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.
    4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•

    -лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.

    5. βασίζομαι, στηρίζομαι.
    6. συντάσσομαι (στηγραμμή).
    строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строено
    ρ.σ.μ.
    τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.

    Большой русско-греческий словарь > строить

  • 110 увязать

    увяжу, увяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увязанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω, δεματιάζω, κάνω δέμα• συσκευάζω. || περιδένω• περιτυλίγω.
    2. μτφ. συνδέω• συνδυάζω•

    увязать теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    1. δένομαι• δεματιάζομαι, γίνομαι δέμα• συσκευάζομαι•

    вещи хорошо -лись τα πράγματα καλά δέθηκαν.

    2. μτφ. κολλώ, προσκολλιέμαι, πηγαίνω κοντά, ακολουθώ κατά πόδι•

    собака -лась за нами το σκυλί μας κόλλησε, μας πήρε στο κοντό.

    3. συνδυάζομαι.
    -аю, -аешь
    ρ.δ.
    βλ. увязнуть.

    Большой русско-греческий словарь > увязать

  • 111 уж

    уж 1
    α.
    αν ιοβόλο φίδι (δεντρογαλιά, υδρόβια φίδια κλπ.).
    εκφρ.
    ползти, извивать(ся) -ом – κολακεύω χαμερπώς, έρπω.
    уж 2
    1. επίρ. βλ. уже.
    2. μόριο, επιτακτ. μα, αμ, αμέ•

    уж если делать, то надо делать хорошо μα αν κάνεις (κάτι), να το κάνεις καλά.

    || (και) να, ιδού.

    Большой русско-греческий словарь > уж

  • 112 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 113 хозяин

    -а, πλθ. хозяева
    -зяев α.
    1. κύριος, ιδιοκτήτης, κτήτορας, αφεντικό• νοικοκύρης οικοδεσπότης•

    хозяин дома ο σπιτονοικοκύρης•

    хозяин замка πυργοδεσπότης•

    хозяин магазина ο μαγαζάτορας•

    хозяин предприятия ο επιχειτηματίας.

    || διαχειριστής•

    хозяин он плохой δεν είναι καλός νοικοκύρης. εξουσιαστής•

    хозяин положения κύριος της κατάστασης.

    || (προσφώνηση)• κύριε•

    хорошо жившь хозяин καλά ζεις, κύριε.

    2. ο σύζυγος.
    3. βλ. домовой (2 σημ.).
    4. (βιολ.)• οργανισμός στον οποίο ζει, το παράσιτο.
    εκφρ.
    быть -ом в собственном доме – είμαι κύριος (αφέντης) στο σπίτι μου•
    - ева поля – οι γηπεδούχοι (αθλητές, παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > хозяин

  • 114 чувствовать

    -ствую, -ствуешь
    ρ.δ.μ.
    1. αισθάνομαι• νιώθω• καταλαβαίνω•

    чувствовать холод αι-αθάνομαι κρύο•

    чувствовать голод αισθάνομαι πείνα•

    г страх αισθάνομαι φόβο•

    чувствовать усталости αισθάνομαι κούραση.

    || συναισθάνομαι, έχω συναίσθηση•

    чувствовать ответственность за что-л. έχω συναίσθηση της ευθύνης για κάτι.

    2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω• διαισθάνομαι. || συναισθάνομαι, παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    -свою вину αισθάνομαι το σφάλμα μου (την ενοχή μου).

    || προαισθάνομαι, προμαντεύω, προγιγνώσκω.
    3. καταλαβαίνω, έχω συνείδηση, συναίσθηση, επίγνωση•

    чувствовать свои недостатки γνωρίζω τις αδυναμίες μου.

    4. (για υγεία) αισθάνομαι•

    сегодня я чувствую хорошо σήμερα αισθάνομαι καλά•

    дедушка сейчас -ствует плохо ο παππούς τώρα αισθάνεται άσχημα.

    εκφρ.
    чувствовать себя – αισθάνομαι τον εαυτό μου•
    как себя -вуй-те? – (για υγεία) πως αισθάνεστε τον εαυτό σας;•
    давать чувствовать кому – δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (κάνω υπαινιγμό)•
    давать себя чувствовать – δίνω (κάνω) να με αισθανθεί, να με νιώσει(ενεργώντας, δρώντας πιο έντονα)•
    ног ή земли под собой не чувствоватьβλ. ίδια έκφραση στη λέξη•
    слышать.
    αισθάνομαι, γίνομαι αισθητός• φαίνομαι• διαφαίνομαι•

    в вопросах ре-бнка -ется любознательность στις ερωτήσεις του μικρού παιδιού φαίνεται η φιλομάθεια.

    Большой русско-греческий словарь > чувствовать

  • 115 язык

    α.
    1. η γλώσσα•

    коровий язык η γλώσσα της αγελάδας•

    лизать -ом γλείφω με τη γλώσσα.

    || (φαγητό)•

    -и с картофельным пюре γλώσσες με πουρέ πατάτας.

    2. όργανο λόγου ή επικοινωνίας•

    древние -и οι αρχαίες γλώσσες•

    русский язык η ρωσική γλώσσα•

    греческий язык η ελληνική γλώσσα•

    литературный язык η φιλολογική γλώσσα•

    поэтический язык η ποιητική γλώσσα•

    народный язык η δημοτική γλώσσα•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    мёртвые -и οι νεκρές γλώσσες.

    3.πλθ. λαοί, λαάτητες.
    4. αιχμάλωτος που πιάστηκε για απόσπαση μυστικών του εχθρού.
    5. κάθε τι που έχει το σχήμα γλώσσας•

    огненные -и πύρινες γλώσσες•

    язык колокола το γλωσσίδι της καμπάνας.

    εκφρ.
    язык без костей – φλύαρος, πολυλογάς, γλωσσάς•
    язык на плече у кого-н. – του βγήκε η γλώσσα από την κούραση•
    язык прилип к гортани у кого – του κόλλησε η γλώσσα στο στόμα (αδυνατεί να μιλήσει)•
    язык хорошо подвешен (привешен) – είναι εύγλωττος, ευφράδης, εύλαλος•
    держать язык за зубами – δαγκώνω τη γλώσσα, σωπαίνω•
    у него язык чешется – τον τρώει η γλώσσα του•
    язык придерживать язык – συγκρατιέμαι, μαζεύω τη γλώσσα μου, αποφεύγω να μιλήσω•
    чесать -омβλ. ίδια εκφρ. στο ρ. болтать 2• сорвалось с -а (слово) μού φύγε η λέξη, ο λόγος•
    это слово вертется у меня на язык – έχω τη λέξη στο στόμα, μα δεν μπορώ να την πω•
    язык до Киева доведёт – ρωτώντας πας στην Πόλη.

    Большой русско-греческий словарь > язык

См. также в других словарях:

  • хорошо —   хорошо/ …   Правописание трудных наречий

  • ХОРОШО — 1. Нареч. к хороший в 1 знач. Хорошо работает. Хорошо пишет. Хорошо поет. Хорошо ответить. Хорошо одеваться. Хорошо поступить. Хорошо вести себя. Хорошо относиться к кому н. Хорошо чувствовать себя. Хорошо закусил. Хорошо сделаешь, если поедешь.… …   Толковый словарь Ушакова

  • хорошо — сказ., употр. сравн. часто 1. Когда вы говорите, что где либо хорошо, вы имеете в виду, что вам там нравится. Хорошо на улице весной! | У них дома очень хорошо. 2. Когда вы говорите, что вам хорошо, вы имеете в виду, что вы довольны, здоровы,… …   Толковый словарь Дмитриева

  • хорошо — • хорошо вооруженный • хорошо вооружить • хорошо вооружиться • хорошо запомнить • хорошо знакомый • хорошо знать • хорошо известно • хорошо известный • хорошо кормить • хорошо осознать • хорошо охранять • хорошо помнить • хорошо понять …   Словарь русской идиоматики

  • Хорошо!! — Альбом Гражданской обороны Дата выпуска 1987, 1996, 2006 Записан 1987 Жанр Панк рок Длител …   Википедия

  • хорошо — кончиться хорошо, поставить себя хорошо.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. хорошо неплохо, недурно, недурственно, славно, ладно, здорово, важно, важнецки, мирово, хоть куда …   Словарь синонимов

  • хорошо — 1. ХОРОШО, лучше. I. нареч. к Хороший (2, 7 зн.). Х. учиться, плавать, рисовать. Х. относиться к младшему брату. Х. одеваться. Поезд идёт х. II. в функц. сказ. 1. Об окружающей обстановке, доставляющей удовлетворение, наслаждение. Сегодня х. на… …   Энциклопедический словарь

  • хорошо бы — хотелось бы, надо бы, недурно, неплохо, невредно, надо, желательно, желательно бы, не грех, неплохо бы, не мешало бы, недурно бы, не мешает, невредно бы, вот бы, нелишне Словарь русских синонимов. хорошо бы нареч, кол во синонимов: 16 • вот бы… …   Словарь синонимов

  • хорошо же — смотри, смотри у меня, погоди же Словарь русских синонимов. хорошо же нареч, кол во синонимов: 3 • погоди же (13) • …   Словарь синонимов

  • хорошо́ — хорошо, нареч.; в знач. сказ …   Русское словесное ударение

  • Хорошо — I нескл. ср. Отметка, оценивающая знания, умения, навыки учащихся как вполне удовлетворительные. II нареч. качеств. 1. Обладая положительными качествами или свойствами. Ant: плохо отт. Обладая необходимым мастерством, умением. отт. Так, как… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»