Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

урок

  • 21 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

  • 22 лепка

    θ.
    1. πλάση, πλάσιμο πλαστική•

    урок -и μάθημα πλαστικής.

    || πλάσμα.
    2. μτφ. περίγραμμα, σιλουέτα• γραμμές, χαρακτηριστικά.

    Большой русско-греческий словарь > лепка

  • 23 ответить

    -чу, -тишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отвченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. απαντώ, δίνω απάντηση•

    ответить на вопрос απαντώ στο ερώτημα•

    ответить отказом απαντώ αρνητικά.

    || λέγω, διηγούμαι,• ответить урок λέγω το μάθημα.
    2. αποκρίνομαι, απολογούμαι/• αντικρένω. || (με διάφορες σημ.) απαντώ•

    ответить презрением на сплетню απαντώ περιφρονητικά στο κουτσομπολιό•

    ответить длинной речью απαντώ με μακρυγορία•

    на наш обстрел противник -ил пулемтным огнм στους πυροβολισμούς μας ο εχθρός απάντησε με πυρά πολυβόλων.

    || ανταποκρίνομαι, αποδίδω τα ίσια. || ανταποδίδω.
    3. ευθύνομαι, φέρω ευθύνη δίνω λόγο, λογοδοτώ•

    ты за это мне -ишь αυτό (που έκανες), θα μου το πλήρωσεις.

    Большой русско-греческий словарь > ответить

  • 24 повторить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. повторенный, βρ: -рен, -а, -о
    κ. повторенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    επαναλαβαίνω, επαναλαμβάνω επαναλέγω•

    повторить урок επαναλαβαίνω το μάθημα•

    повторить ощибку κάνω το ίδιο λάθος•

    повторить слово в слово επαναλαβαίνω λέξη προς λέξη•

    повторить вкратце επαναλαβαίνω σύντομα•

    -и эту фразу επανέλαβε αυτή τη φράση.

    || αναπαράγω (ήχο, φωνή, σφύριγμα κ.τ.τ.)• αντηχώ.
    επαναλαβαίνομαι, επαναλαμβάνομαι (ύστερα από διακοπή)• συνεχίζομαι•

    повторить ошибки -лись τα λάθη επαναλήφτηκαν•

    разговор -лся η συνομιλία επαναλήφτηκε.

    || αναπαράγομαι• αναδημιουργούμαι, επαναφέρομαι, επανέρχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > повторить

  • 25 подучить

    ρ.σ.μ.
    1. διδάσκω λίγο. || μαθαίνω, αφομοιώνω•

    подучить урок μαθαίνω το μάθημα.

    2. δασκαλεύω, συμβουλεύω.
    μαθαίνω λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > подучить

  • 26 прервать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. прервал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пр-рванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. διακόπτω, κόβω• σταματώ• λύνω•

    учитель вдруг заболел и -ал урок ο δάσκαλος ξαφνικά αρρώστησε και διέκοψε το μάθημα•

    они с нами -ли все связи αυτοί με μας έκοψαν κάθε δεσμό (σχέση)•

    разговор κόβω την κουβέντα•

    прервать молчание λύνω τη σιωπή.

    διακόπτομαι, σταματώ• λύνομαι•

    разговор -лся η συνομιλία διακόπηκε•

    молчание -лась η σιωπή λύθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прервать

  • 27 прогулять

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Προ•

    прогулять гулянный, βρ: -лян, -а, -о.

    1. περιπατώ, κάνω περίπατο.
    2. χάνω (λόγω του περίπατου)•

    прогулять урок κάνοντας περίπατο, έχασα το μάθημα.

    3. απουσιάζω (το σκάζω) από τη δουλειά.
    4. ασωτεύω, ξοδεύω στα γλέντια.
    5. διασκεδάζω πίνοντας, μεθώ.
    περιπατώ, κάνω περίπατο κλπ. ρ. ενεργ. φ. прогулять по парку κάνω περίπατο στο πάρκο.

    Большой русско-греческий словарь > прогулять

  • 28 пропустить

    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να περάσει, να διέλθει, να εισχωρήσει, να εισδύσει• επιτρέπω.
    2. εξυπηρετώ•

    столовая -ла за день тысячу людой το εστιατόριο εξυπηρέτησε για μια μέρα χίλια άτομα.

    || περνώ•

    пропустить нитку через уш-κο•

    иголки περνώ την κλωστή στην τρύπα του βελονιού.

    || διατρυπώ• διαπερνώ•

    пропустить гвоздь через доску διατρυπώ τη σανίδα με το καρφί.

    || διοχετεύω•

    пропустить воду через фильтр φιλτράρω το νερό.

    || κόβω•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή, κόβω το κρέας στην κρεατομηχανή.

    || εξετάζω, ελέγχω• περνώ• υποβάλλω•

    пропустить проект через комиссию περνώ το σχέδιο από την επιτροπή (για έλεγχο).

    3. αναμερώ (για να περάσει κάποιος)•

    женщину с ребнком κάνω μέρος να περάσει η γυναίκα με το παιδάκι.

    || επιτρέπω την είσοδο•

    пропустить в парк επιτρέπω την είσοδο στο πάρκο.

    (αθλτ.) δεν μπορώ να αποτρέψω το γκολ•

    вратарь -ил мяч в ворота ο τερματοφύλακας δε μπόρεσε να αποτρέψει το γκολ.

    4. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι πλησίον. || ξεχνώ κάτι περνώντας από κοντά. || αφήνω να μου διαφύγει η ευκαιρία.
    5. αφήνω κενό. || παρέρχομαι• παραλείπω•

    пропустить несколько страниц αφήνω μερικές σελίδες.

    || απουσιάζω•

    пропустить урок απουσιάζω από το μάθημα.

    6. (απλ.) πίνω (ποτό), κατεβάζω. || τρώγω κάτι, τσιμπώ.
    εκφρ.
    никого не пропустить – δεν αφήνω κανέναν σε ησυχία.

    Большой русско-греческий словарь > пропустить

  • 29 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

  • 30 разговорный

    επ.
    1. ομιλούμενος•

    разговорный язык η ομιλούμενη γλώσσα•

    -ая речь ο απλός λόγος.

    2. της συνδιάλεξης•

    -ая будка καμπίνα τηλεφωνικής συνδιάλεξης.

    3. προφορικός•

    разговорный урок μάθημα προφορικής εξάσκησης.

    Большой русско-греческий словарь > разговорный

  • 31 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 32 третий

    -ья, -ье (τακτ. αριθμητικό).
    1. τρίτος•

    третий год τρίτος χρόνος•

    третий урок τρίτο μάθημα.

    2. άσχετος με ένα ζήτημα•

    решение спора -ьим лицом λύση της διαφοράς από τρίτο πρόσωπο.

    || κατώτερος•

    чай -ьего сорта τσάι τρίτης ποιότητας.

    ουσ. το τρίτο (κατά σειρά προσφερόμενο) φαγητό.
    3. (παρνθ. λ.) τρίτον.
    4. ουσ. -ья θ. το τρίτο μέρος (του όλου)•

    две -ьих τα δύο τρίτα.

    εκφρ.
    - ье отделениеπαλ. το τρίτο αστυνομικό τμήμα•
    - ье поколение – η τρίτη γενεά (οι εγγονοί)•
    - ья скорость – τρίτη ταχύτητα•
    - ьего дня – προχτές•
    - ьей руки – μέτριος•
    в -ьем году – προπέρυσι•
    в -ьи руки – σε τρίτα χέρια•
    из -ьих рук ή уст (узнать, услышатьκ.τ.τ.) από τρίτο (όχι από τον ίδιο), εξώδικα•
    с -ьими петухами – με το τρίτο λάλημα των κοκόριων (πολύ πρωί)•
    до -ьих петухов – πριν το τρίτο λαλημάτων κο-κορ ιών (πριν τη χαραυγή),

    Большой русско-греческий словарь > третий

  • 33 учить

    учу, учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ученный βρ: учен
    -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. μαθαίνω, διδάσκω, δασκαλεύω• εκπαιδεύω•

    учить читать ΐχαθαίνω ανάγνωση•

    учить русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•

    учить детей танцевать μαθαίνω τα παιδιά χορό (να χορεύουν).

    || (για ζώα)• εξασκώ, εκγυμνάζω. || διδάσκω, κάνω (επαγγέλλομαι) το δάσκαλο•

    учить в средней школе διδάσκω στο μεσαίο σχολείο (μέση εκπαίδευση).

    2. ορμηνεύω, συμβουλεύω, δασκαλεύω.
    3. τιμωρώ, σώφρων ίζω•

    муж жену -ил ο άντρας τη γυναίκα του τη σωφρώνισε.

    4. αμ. διδάσκω•

    опыт учит терпеть η πείρα διδάσκει να κάνεις υπομονή.

    5. μαθαίνω με επαναλήψεις•

    учить урок μαθαίνω το μάθημα•

    учить стих наизусть μαθαίνω το ποίημα απ έξω (αποστήθιση).

    μαθαίνω, διδάσκομαι•

    учить музыке μαθαίνω μουσική•

    русскому языку μαθαίνω τη ρωσική γλώσσα•

    учить играть в шахматы μαθαίνω να παίζω σκάκι.

    Большой русско-греческий словарь > учить

  • 34 черчение

    ουδ.
    σχεδίαση, -μα•

    черчение карт η σχεδίαση χαρτών•

    урок -я μάθημα σχεδίασης.

    Большой русско-греческий словарь > черчение

  • 35 чистописание

    ουδ.
    καλλιγραφία•

    урок -я μάθημα καλλιγραφίας.

    Большой русско-греческий словарь > чистописание

См. также в других словарях:

  • урок — урока, м. 1. Работа, заданная для выполнения в определенный срок (устар., спец.). Задать урок плотникам. «Трудился… для общей человеческой цели, исполняя заданный ему судьбою урок.» Гончаров. || Время, потребное для выполнения этой работы (устар …   Толковый словарь Ушакова

  • урок — См. задача, предупреждение... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. урок задача, зада …   Словарь синонимов

  • УРОК — УРОК, см. урочить. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • урок —     УРОК, занятие …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • урок — УРОК, арх., диал. – Порча (прим. авт.). – Изурочила тебя, Давыдка, шаманщица, а от уроков то кто лечит? (3. 179). ССГ 311: урок «то же»; СЮГ 399 «болезнь, вызванная сглазом» …   Словарь трилогии «Государева вотчина»

  • УРОК — по Русской правде возмещение ущерба, который получал потерпевший из общей суммы штрафа …   Юридический словарь

  • УРОК — основная форма организации учебных занятий при классно урочной системе обучения в общеобразовательных школах, профтехучилищах и средних специальных учебных заведениях. Характеризуется строго установленным объемом учебной работы и порядком ее… …   Большой Энциклопедический словарь

  • УРОК — УРОК, а, муж. 1. Учебный час (в средних учебных заведениях), посвященный отдельному предмету. Учитель даёт у. У. математики. У. музыки. Звонок на у., с урока. 2. обычно мн. Учебная работа, заданная школьнику на дом. Задать уроки. Сделать,… …   Толковый словарь Ожегова

  • УРОК — УРОК. Основная организационная единица учебного процесса в школе (в вузе – практическое занятие), назначение которой состоит в достижении завершенной, но частичной цели обучения; проводится с постоянным составом учащихся, по твердому расписанию.… …   Новый словарь методических терминов и понятий (теория и практика обучения языкам)

  • Урок — пераход запісаў настаўніка ў запісы вучня без прахода праз чый небудзь мозг …   Слоўнік Скептыка

  • урок —   урок; данък; оброк …   Църковнославянски речник

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»