Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сходить

  • 1 сходить

    сходить I
    несов
    1. (вниз) κατεβαίνω, κατέρχομαι:
    \сходить с лошади ξεπεζεύω, ξεκα-βαλλικεύω·
    2. (уходить) παραμερίζω/ κατεβαίνω (с тротуара и т< п.):
    \сходить с дороги παραμερίζω ἀπό τό δρόμο· \сходить с рельсов ἐκτροχιάζομαι
    3. (облезать) (ξε)γδέρνθμαι (о коже)! βγαίνω (о краске, грязи)·
    4. (быть принятым за кого-л.) разг περνώ·
    5. (миновать, пройти) πηγαίνω, περνώ· ◊ \сходить со сцены (о спектакле) κατεβάζω (θεατρικό ἔργο, θέαμα)· зага́р сошел с лица τό πρόσωπο ξεμαύρισε· снег сошел с полей τό χιόνι ἔλυωσε στους κάμπους· все сходит ему́ с рук καταφέρνει πάντα καί τή γλυτώνει φτηνά· не сходя с ме́ста χωρίς νά κουνηθώ (или νά τό κουνίσω) ἀπό τή θέση μου· \сходить с ума́ παλαβώνω, τρελαίνομαι· \сходить в могилу πεθαίνω· \сходить на нет χάνω τή σημασία μου.
    сходить II
    сов πηγαίνω:
    \сходить за чем-л. πηγαίνω γιά κάτι· \сходить за кем-л. πηγαίνω νά φωνάξω.

    Русско-новогреческий словарь > сходить

  • 2 сходить

    схожу, сходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. сойти.
    2. (με το αρνητικό μόριο не)• δε σηκώνομαι•

    сходить больной не -ил с постели ο άρρωστος δε σηκώνονταν από το κρεβάτι.

    εκφρ.
    не сходить с языка ή с уст – δεν τον βγάζει από το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα.
    βλ. сойтись.
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή)•

    за покупки πηγαίνω για ψώνια•сходитьи за водой πήγαινε για νερό.

    2. αφοδεύω, αποπατώ, ενεργούμαι, βγαίνω• κάνω•

    сходить за большой κάνω το χοντρό•

    сходить за маленькой κάνω το ψιλό.

    Большой русско-греческий словарь > сходить

  • 3 сходить

    сходить 1) см. сойти 2) (куда-л.) πηγαίνω; \сходить за кем-чем-л. πηγαίνω για κάποιον, για κάτι \сходиться см. сойтись
    * * *
    1) см. сойти
    2) (куда-л.) πηγαίνω

    сходи́ть за кем-чем-л. — πηγαίνω για κάποιον, για κάτι

    Русско-греческий словарь > сходить

  • 4 сходить

    [σχαντίτ"] ρ. πηγαίνω

    Русско-греческий новый словарь > сходить

  • 5 сходить

    [σχαντίτ*] ρ. κατεβαίνω

    Русско-греческий новый словарь > сходить

  • 6 сходить

    [σχαντίτ"] ρ πηγαίνω

    Русско-эллинский словарь > сходить

  • 7 сходить

    [σχαντίτ'] ρ κατεβαίνω

    Русско-эллинский словарь > сходить

  • 8 трап

    трап м η σκάλα, η αναβάθρα; сходить (подниматься) по \трапу κατεβαίνω (ανεβαίνω) τη σκάλα
    * * *
    м
    η σκάλα, η αναβάθρα

    сходи́ть (поднима́ться) по трапу — κατεβαίνω (ανεβαίνω) τη σκάλα

    Русско-греческий словарь > трап

  • 9 рельс

    рельс
    м ἡ σιδηροτροχιά, ἡ ράγια:
    трамвайные \рельсы οἱ γραμμέα (или οἱ ράγιες) του τραμ· сходить с \рельсов ἐκτροχιάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > рельс

  • 10 сойти

    сойти
    сов см. сходить Ι· сойдет! разг γίνεται!, κάνει!

    Русско-новогреческий словарь > сойти

  • 11 двор

    α.
    1. αυλή, προαύλιο•

    играть во -е παίζω στην αυλή•

    задний двор οπισθαύλιο.

    2. το αγροτικό νοικοκυριό, οικογένεια.
    3. σταυλος•

    скотный двор κτηνοστάσιο•

    птичий двор ορνιθώνας, ορνιθαρειό, κοτέτσι.

    εκφρ.
    ко -у (быть, прийтись) – είμαι από τους προσκείμενους, τα ‘χω καλά•
    на -е – έξω (στην αυλή)•
    ко -ам ή по -амπαλ. για το σπίτι (κατεύθυν-αη)•
    со -аπαλ. από το σπίτι•
    на -(пойти, сходить) – πηγαίνω στο αποχωρητήριο•
    весна на -е – έφτασε η Ανοιξη.
    α. Αυλή•

    царский двор η τσαρική Αυλή.

    Большой русско-греческий словарь > двор

  • 12 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 13 рельс

    -а, γεν. πλθ. -ов α. σιδηροτροχιά, ράγα•

    сходить с -ов εκτροχιάζομαι, • железнодорожные -ы οι σιδηροδρομικές ράγες.

    εκφρ.
    на -ы (стать, перевестиκ.τ.τ.) βάζω στο δρόμο (δράσης, δραστηριότητας), δίνω ορισμένη κατεύθυνση•
    на -ы поставить (что)• – βάζω κάτι σε κίνηση• ρεγουλάρω.

    Большой русско-греческий словарь > рельс

  • 14 рынок

    -нка α.
    1. αγορά, παζάρι• λαίκή αγορά•

    сходить на рынок πηγαίνω στην αγορά.

    2. σφαίρα οικονομική•

    внешний рынок η αγορά του εξωτερικού•

    внутренний рынок η εσωτερική αγορά•

    мировой рынок η παγκόσμια αγορά•

    борьба капиталистов за -и αγώνας των καπιταλιστών για αγορές.

    Большой русско-греческий словарь > рынок

  • 15 с...

    с..., со..., съ...
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. απομάκρυνση από ένα σημείο ή από επιφάνεια: сбежать (из дома), смахнуть (пыль), срезать, срубить.
    2. κίνηση με επιστροφή•

    сходить в аптеку πηγαίνω στο φαρμακείο•

    сбегать (за хлебом) τρέχω για ψωμί (να αγοράσω).

    3. ένωση• α) προσέγγιση• στερέωση: сжать, связать, склеить, склепать, β) συγκέντρωση, συσσώρευση: сложить (книги), смести (сор в кучу), стаскать (мешки). γ) (συνήθως με την κατάληξη -(ся) σημαίνει κίνηση από διάφορα μέρη σε ένα σημείο: сбежаться, съехаться, стечься.
    4. κοινότητα, ενότητα• συμμετοχή• συνόδευση: сосуществовать, собеседовать, сопровождать.
    5. (με την κατάληξη -(ся) σημαίνει αμοιβαιότητα: сговориться, сыграться.
    6. αντιπαράθεση, α) συσχέτηση, σύγκριση: сверить, сообразовать, сличить, β) αντιγραφή, ανατύπωση: списать, срисовать, счертить.
    7. αποτέλεσμα, α) εμφάνιση ιδιότητας σαν προϊόν ενέργειας: сгладить, сузить, смягчить• επίσης και με σημ. πληρότητας, εντατικότητας: спиться, стосковаться, сбаловаться, β) κατασκευή αντικειμένου σαν συνέπεια της ενέργειας: сковать (цепь), слить (пушку), сшить (платье)• спечь (пирог).
    8. σχηματίζει μερικά στιγμιαία ρήματα (ρ.σ.): сделать, спеть κ. άλλα.
    II.
    Χρησιμοποιείται και για το σχηματισμό τροπικών επιρρημάτων από πλάγιες πτώσει,ς ουσιαστικών και επιθέτων: сбоку, слегка, справа, снизу, смолоду, сначала, сгоряча.

    Большой русско-греческий словарь > с...

См. также в других словарях:

  • СХОДИТЬ — 1. СХОДИТЬ1, схожу, сходишь, совер. 1. Пойти куда нибудь и, побыв, вернуться обратно. «Вдруг нелегкая ее дерни сходить в баню.» А.Тургенев. «Я успею в лавочку сходить.» Лермонтов. Сходить за покупками. Сходить посмотреть новое здание. 2. совер. к …   Толковый словарь Ушакова

  • СХОДИТЬ — 1. СХОДИТЬ1, схожу, сходишь, совер. 1. Пойти куда нибудь и, побыв, вернуться обратно. «Вдруг нелегкая ее дерни сходить в баню.» А.Тургенев. «Я успею в лавочку сходить.» Лермонтов. Сходить за покупками. Сходить посмотреть новое здание. 2. совер. к …   Толковый словарь Ушакова

  • СХОДИТЬ — СХОДИТЬ, сойти, схаживать с чего, откуда, покинуть место, соступить, удалиться, очистить место; | идти сверху вниз, спуститься, слезть; | о неживом: удаляться, исчезать, стекать, слезать, соскакивать, уклоняться в бок; | о деле: удаться, или… …   Толковый словарь Даля

  • сходить — См …   Словарь синонимов

  • сходить — СХОДИТЬ, ожу, одишь; совер. 1. см. ходить. 2. Пойти куда н. и, побыв, вернуться обратно. С. в гости. С. за хлебом. II. СХОДИТЬ, СЯ см. сойти 1 2, сь. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • СХОДИТЬ 1 — СХОДИТЬ 1, ожу, одишь; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • СХОДИТЬ 2-3 — СХОДИТЬ 2 3, СЯ см. сойти 1 2, сь. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • сходить — 1. СХОДИТЬ, схожу, сходишь; нсв. 1. к Сойти. 2. (с отриц.). Не вставать откуда л., не покидать чего л. Больной не сходил с постели. 3. с отриц. Постоянно быть, иметься где л., не исчезать. Самовар не сходит со стола. Икра не сходит со стола у… …   Энциклопедический словарь

  • сходить — [двигаться вниз] глаг., нсв., употр. часто Морфология: я схожу, ты сходишь, он/она/оно сходит, мы сходим, вы сходите, они сходят, сходи, сходите, сходил, сходила, сходило, сходили, сходящий, сходивший, сходя; св. сойти; сущ …   Толковый словарь Дмитриева

  • сходить — см.: К ёжику сходить...; Ты бы еще в театр сходил! …   Словарь русского арго

  • сходить по-большому — сходить по большой нужде, обдристаться, облегчиться, испражниться, сделать по большому, сходить на двор, сходить за нуждой, сходить по нужде, сходить до ветру, оправиться, насерить, нагадить Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»