Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

стоять

  • 61 пень

    пня, πλθ. пни α.
    1. ριζοκούτσουρο,το πρέμνο.
    2. μτφ. άνθρωπος βραδύνους ή άπονος.
    εκφρ.
    как пень ή пнём стоять – σαν κούτσουρο στέκεται (ακίνητος, αποβλακωμένος)•
    стать в пень – περιέρχομαι σε αμηχανία, σύγχυση.

    Большой русско-греческий словарь > пень

  • 62 под

    α.
    βυθός, πάτος φούρνου, θερμάστρας.
    κ. подо (πρόθεση).
    I.
    Με αιτ. (για κίνηση, κατεύθυνση αντικειμένου προσώπου κλπ.).
    1. με σημ. τοπική αποκάτω, κάτω απο, υπό•

    поставить чемодан под кровать βάζω τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι•

    ходить под дождь βαδίζωμε βροχή.

    2. (για κατάσταση)• με τα ρ. взять, отдать, попасть κ.τ.τ. υπό, στον, στην κλπ.• взять под контроль παίρνω κάτω από τον έλεγχο•

    он попал под машину τον πάτησε το αυτοκίνητο•

    под арест υπό κράτηση•

    под угрозу υπο ή με την απειλή•

    отдать под суд δίνω στο δικαστήριο•

    отдать под власть παραδίνω στην εξουσία.

    3. (για τόπο, χώρο)• κίνηση προς κάτι• πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    перевести семью под Афины μεταφέρω την οικογένεια κοντά στην Αθήνα.

    4. (με σημ. χρονική) κοντά, σιμά, κατά την προηγούμενη, την παραμονή•

    под воскреснье κατά την Κυριακή•

    под праздник κοντά τη γιορτή•

    под рождество κοντά τα Χριστούγεννά•

    под новый год την παραμονή της Πρωτοχρονιάς•

    -вечер κατά το βράδυ•

    под утро κατά το πρωί•

    ему под сорок лет αυτός πλησιάζει τα σαράντα (χρόνια).

    5. (για ήχο) με, υπό με τη συνοδεία•

    под шум κάτω από τον θόρυβο•

    под аплодисменты κάτω από τα χειροκροτήματα•

    петь под гитару τραγουδώ με συνοδεία κιθάρας.

    6. (προορισμό)• για•

    бутылка под молоко μποκάλι για γάλα•

    склад под овощи αποθήκη λαχανικών.

    7. σαν, εν είδη, με μορφή, κατ απομίμηση•

    под орех απομίμηση κάρυνου ξύλου (χρώματος)•

    под мрамор κατ απομίμηση μάρμαρου.

    || (για όργανο, εργαλείο)• με•

    остричь под машинку κουρεύω με τη μηχανή.

    8. με, επί•

    выдать под расписку δίνω με υπογραφή•

    под честное слово με λόγο τιμής.

    II.
    Με οργν. (για αντικείμενα, πρόσωπα κλπ.).
    1. κάτω απο•

    стоять под навесом στέκομαι κάτω από το υπόστεγο•

    сидть под деревом κάθομαι κάτω από το δέντρο•

    под небесным сводом κάτω από τον ουράνιο θόλο (στο ύπαιθρο).

    || (για επίδραση) κάτω απο•

    под огнм противника κάτω από τα πυρά του εχθρού.

    2. (για κατάσταση, εκτέλεση)•

    под руководством партии κάτω από την καθοδήγηση τουκόμματος•

    под турецким игом κάτω από τον τούρκικο ζυγό.

    || με•

    под замком με κλειδωνιά•

    под ключом με το κλειδί.

    3. (αιτία) λόγω, ένεκα με τη συνέπεια υπό•

    под действием тепла με την επίδραση της θερμότητας•

    под тяжестью λόγω της βαρύτητας.

    4. (για ευρισκόνα πράγματα, πρόσωπα κλπ.) πλησίον, κοντά, σιμά, εγγύς•

    жить - Афинами ζω κοντά στην Αθήνα•

    битва под Москвой η μάχη κοντά στη Μόσχα.

    5. (προορισμό)• για•

    банка под вареньем βάζο για γλυκό•

    склад под овощами αποθήκη λαχανικών•

    поле под клевером το τριφυλλοχώραιφο.

    6. με, υπό•

    судно под греческим флагом σκάφος με ελληνική σημαία•

    под псевдонимом με το ψευδώνυμο•

    под именем με το όνομα•

    под названием με την ονομασία.

    || με•

    под соусом με σάλτσα.

    || με τα ρ. понимать, подразумевать κλπ. με•

    я хочу знать что вы понимаете под этими словами θέλω να μάθω, τι εννοείτε με αυτές τις λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > под

  • 63 пост

    -а, προθτ. о -, на -у а.
    1. φυλάκιο σταθμός• σκοπιά, παρατηρητήριο.
    2. φρουρός, -ροι• φρουρά.
    3. πόστο, θέση, αξίωμα.
    εκφρ.
    на -у – στο πόστο, στη θέση (στο καθήκον)•
    стоять (быть) на -у – στέκομαι στο πόστο (εκτελώ το καθήκον).
    -а, προθ. о -е, на -у α. (εκκλσ.) η νηστεία•

    соблвдать пост κρατώ νηστεία•

    по случаю -а λόγω νηστείας•

    строгий пост αυστηρή νηστεία.

    || αποχή από κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > пост

  • 64 постоять

    ρ.σ.
    1. βλ. стоять με σημ. λίγο.
    2. προστκ. -ой στάσου.
    3. αντιστέκομαι, κρατώ, βαστώ, αμύνομαι υπερασπίζω, προασπίζω.
    4. (με το αρνητ. μόριο не) δε φείδομαι, δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.

    Большой русско-греческий словарь > постоять

  • 65 прикол

    α.
    πάσσαλος μεγάλος (για πρόσ-σδεση).
    εκφρ.
    на -е – δεμένος, προσδεμένος•
    стоять на -е – α) είμαι αραγμένος, στη δέστρα. β) ακινητώ, αδρανώ, μένω αργός, απρακτώ.

    Большой русско-греческий словарь > прикол

  • 66 прямо

    επίρ.
    ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•

    идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•

    я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•

    он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.

    || ορθά, ευθυτενώς•

    стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).

    || ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•

    отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.

    || (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•

    он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.

    || εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•

    прямо противоположный εντελώς αντίθετος.

    εκφρ.
    прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•
    прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες!

    Большой русско-греческий словарь > прямо

  • 67 рак

    α.
    αστακός•

    речной рак αστακός ο ποτάμιος (καραβίδα),

    εκφρ.
    знать где -и зимуют – πρέπει να ξέρεις όλες τις τρύπες (να είσαι κάλτσα του διαβόλου)•
    показать, где -и зимуют – (απειλή)• θα σου δείξω εγώ πόσ απίδια παίρνει ο σάκκος•
    стоять (ползти) -ом – στέκομαι (έρπω) στα τέσσερα•
    когда свистнет – όταν λαλήσει η σαρδέλλα ή όταν ασπρίσει ο κόρακας (ποτέ)•
    красный как рак – κόκκινος σαν την παπαρούνα.
    α.
    καρκίνος (ασθένεια).
    α.
    καρκίνος (αστερισμός).

    Большой русско-греческий словарь > рак

  • 68 распутье

    -я, γεν. πλθ. -тий, δοτ. -тьям, ουδ.
    1. διασταύρωση (οδών), σταυροδρόμι.
    2. (διαλκ.) βλ. распутица.
    εκφρ.
    на распутье (быть, стоятьκλπ.) είμαι (βρίσκομαι) μπροστά στο δίλημμα.

    Большой русско-греческий словарь > распутье

  • 69 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

  • 70 ружьё

    -я, πλθ. ружья, -жей, -жьям
    ουδ. όπλο, τουφέκι•

    охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•

    двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•

    стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•

    зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,

    εκφρ.
    в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•
    в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•
    быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•
    поставить под ружьёπαλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•
    призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•
    стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό).

    Большой русско-греческий словарь > ружьё

  • 71 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 72 среди

    κ. средь πρόθ. με γεν.
    1. στη μέση, στο μέσον στο κέντρο•

    стоять - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου•

    среди города στο κέντρο της πόλης•

    встать среди ночи σηκώνομαι τα μεσάνυχτα.

    2. (ανα)μεταξύ, ανάμεσα•

    -нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > среди

  • 73 твёрдый

    επ., βρ: твёрд, тверда, твёрдо; твёрже
    1. σκληρός• στερεός•

    -ое тело στερεό σώμα•

    -ое вещество σκληρή ουσία•

    -ые горючие τα στερεά καύσιμα•

    твёрдый карандаш το σκληρό μολύβι•

    -ое яблоко σκληρό μήλο.

    2. μτφ. γερός, σταθερός, στερεός, ακλόνητος• ατράνταχτος•

    быть -ым в беде αντέχω γερά στη δυστυχία.

    || ισχυρός•

    -ая воля ισχυρή θέληση•

    твёрдый характер ισχυρός χαρακτήρας•

    -ая память γερή μνήμη.

    3. στέρεος•

    -ая опора γερό στήριγμα.

    || σταθερός, μόνιμος•

    -ая власть σταθερή εξουσία•

    -ые цены σταθερές τιμές.

    || μτφ. ακλόνητος•

    -ая уверенность ακλόνητη πίστη•

    -ое убеждение σταθερή πεποίθηση.

    εκφρ.
    твёрдый знак – το σκληρό γράμμα «Ъ»•
    - ые согласные – τα σκληρά (ηχηρά) σύμφωνα•
    стоять -ой ногой – πατώ γερά (στέκομαι σε γερές θέσεις).

    Большой русско-греческий словарь > твёрдый

  • 74 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 75 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 76 угол

    угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.
    1. η γωνία•

    угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•

    угол стола γωνία του τραπεζιού•

    угол улицы η στροφή της οδού•

    стоять на -у στέκομαι στη γωνία.

    || στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•

    угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.

    2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).
    3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.
    4. (μαθ.) γωνία•

    прямой угол ορθή γωνία•

    угол тупой угол αμβλεία γωνία•

    острый угол οξεία γωνία•

    двухгранный угол δίεδρη γωνία•

    угол падения γωνία πτώσης•

    угол отражения γωνία αντανάκλασης•

    угол прицела γωνία σκόπευσης•

    угол зрения γωνία όρασης.

    εκφρ.
    из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•
    под -ом – υπο γωνία•
    красный ή передний уголπαλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•
    прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•
    по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•
    из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω.

    Большой русско-греческий словарь > угол

  • 77 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 78 ферт

    α.
    1. φερτ (παλαιά ονομασία του γράμματος «Ф»).
    2. κομψευόμενος, μάγκας• λιμοκοντόρος.
    εκφρ.
    - ом стоять – στέκομαι μάγκικα (στηρίζοντας τα χέρια στα πλευρά, όμοια με το γράμμα «Ф»); -ом ходить βαδίζω μάγκικα.

    Большой русско-греческий словарь > ферт

  • 79 хвост

    α.
    1. η ουρά•

    махать -ом κουνώ την ουρά•

    конский хвост η αλογουρά.• коровий хвост η γελαδουρά•

    собачий хвост η ουρά του σκύλου•

    хвост ящерицы η ουρά της σαύρας•

    хвост птиц η ουρά. των πουλιών•

    распустить хвост (για πτηνά) ανοίγω την ουρά.

    2. το πίσω μέρος γενικά•

    хвост самолта η ουρά του αεροπλάνου•

    хвост комета η ουρά του κομήτη•

    платье с -ом φόρεμα με ουρά (πολύ μακρύ, συρόμενο)•

    хвост колонны η ουρά της φάλαγγας•

    хвост редиски η ουρά του ρεπανιού.

    3. η σειρά•

    хвост за билетами ουρά για εισιτήρια•

    стоять в -е στέκομαι στη σειρά.

    4. μτφ. υποχρέωση, οφειλή• εργασία μη περατωμένη• υπόλοιπο υποχρέωσης•

    ликвитация -ов εξάλειψη των οφειλών•

    студенты сдают -ы οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις που χρωστούν (που δεν πέρασαν στις προηγούμενες).

    5. υπολείμματα, απορρίμματα, απομεινάδια ορυκτών.
    εκφρ.
    задрать — – σηκώνω (ψηλά) τη μύτη, το παίρνω επάνω μου• γίνομα.ι υπερόπτης•
    поджать (опустить, подвернуть) хвост – (απλ.) βάζω την ουρά στα σκέλη (συμμαζεύομαι, σωφρωνίζομαι, ταπεινώνομαι)•
    показать хвост – δείχνω τις πλάτες, φεύγω, το στρίβω•
    быть, идтиκ.τ.τ. в - είμαι ουραγός (τελευταίος)•
    схватить за хвост идею – πιάνω ξαφνικά την ιδέα (την κατάλληλη λύση)•
    быть (висеть) на -е – φτάνω κάπο ιον, προσεγγίζω•
    наступить на хвост коку – θίγω, προσβάλλω κάποιον (и) в хвост и в гриву (гнать, бить κλπ.) (απλ.) μ όλη τη δύναμη, μ όλα τα δυνατά, όσο μπορώ•
    насыпать соли на хвост кому – προξενώ δυσάρεστα σε κάποιον•
    не прищей кобыле – (απλ.) μη χώνεις τη μούρη σου ή την ουρά σου•
    псу под хвост – (απλ.) άδικα, μάταια, στα χαμένα.

    Большой русско-греческий словарь > хвост

  • 80 час

    -а, προθτ. в -е κ. в -у, πλθ. часы α.
    η ώρα•

    четверть -а το τέταρτο της ώρας•

    час опоздать на час καθυστερώ (αργώ) μια ώρα•

    ночи μία η ώρα τη νύχτα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    который -? τι ώρα είναι; πόσο είναι, η ώρα;•

    встаю в шесть -ов утра σηκώνομαι, στις έ.ξι η ώρα το πρωί•

    после двух -ов полудня μετά τις δύο η ώρα το μεσημέρι•

    ждал я вас три -а σας περίμενα τρεις ώρες•

    учебный час διδακτική (σχολική) ώρα (45)• вечерний час η βραδινή ώρα•

    поздний час περασμένη ώρα (μετά τα μεσάνυχτα)•

    получить -ы в институте παίρνω ώρες (διδασκαλίας) στο Ινστιτούτο•

    час рисования μάθημα (ώρα) ιχνογραφίας•

    -ы отдыха ώρες ανάπαυσης•

    обеденный час ώρα φαγητού.

    || χρόνος•

    час мщения ώρα εκδίκησης•

    настал час ήρθε η ώρα.

    || η σκοπιά, η φρουρά•

    стоять на -эх φυλάγω σκοπιά•

    поставить на -ы βάζω, τοποθετώ σκοπούς.

    || (εκκλσ.) οι ώρες ψαλμού ή δεήσεων οι ψαλμοί.
    εκφρ.
    в добрый час – (ευχή) ώρα καλή•
    последний ή смертный час – η τελευταία ώρα, η ώρα του θανάτου, της εκπνοής•
    час в час – ακριβώς στην ώρα•
    час от -у – από ώρα σε ώρα (βαθμιαία)•
    в свой час – στην ώρα του, στον καιρό του•
    до этого (сего) -а – ως τώρα, ως αυτή την ώρα•
    по -ам – κατά (καθορισμένες) ώρες•
    с -у на час – α) από ώρα σε ώρα, β) από στιγμή σε στιγμή, οσονούπω•
    сей жеβλ. сейчас• тем -ом σύγχρονα, ταυτόχρονα•
    тот же часβλ. тотчас.

    Большой русско-греческий словарь > час

См. также в других словарях:

  • СТОЯТЬ — стою, стоишь, несов. 1. Находиться в вертикальном положении; быть на ногах, не двигаясь с места; противоп. лежать в 1 знач., сидеть (1) в 1 знач. Зонтик стоит в углу. Стоять на ногах. Стоять на коленях. Стоять на цыпочках. Стоять на голове. «Я… …   Толковый словарь Ушакова

  • СТОЯТЬ — СТОЯТЬ, стаивать (в Акад. Слв. прибавлено стать, будто это совершенный вид глагола стоять; но ставать, стать один гл., а стоять, стать два: наперед станешь, а затем стоишь), главных. значений два: не трогаться с места, не двигаться, быть в покое …   Толковый словарь Даля

  • СТОЯТЬ — СТОЯТЬ, стою, стоишь; стоя; несовер. 1. Находиться в вертикальном положении, уперевшись конечностями (ногами) в твёрдую опору, не передвигаясь. Часовой стоит на посту. С. на коленях. С. на голове (вверх ногами). Аист стоит на одной ноге. Собака… …   Толковый словарь Ожегова

  • стоять — Не двигаться, торчать. Ср …   Словарь синонимов

  • СТОЯТЬ — С. для отдачи якоря находиться на местах по расписанию. С. на бакштове (о шлюпке) стоять за кормой судна и быть привязанным к нему снастью, называемой бакштовом. С. на вахте (То be on watch or on duty) находиться при исполнении вахтенной службы.… …   Морской словарь

  • стоять — СТОЯТЬ, обычно употр. в 3 л. ед., стоит, несов.; у кого. О характеристике мужской потенции. У него уже с революции не стоит (о старике). Стоит у кого на что хотеть чего л., быть способным на что л., испытывать энтузиазм У меня на работу ну никак… …   Словарь русского арго

  • стоять — стоять, стою, стоит; дееприч. стоя, в просторечии и в народно поэтической речи стоючи …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • стоять — глаг., нсв., употр. наиб. часто Морфология: я стою, ты стоишь, он/она/оно стоит, мы стоим, вы стоите, они стоят, стой, стойте, стоял, стояла, стояло, стояли, стоящий, стоявший, стоя; сущ., с. стояние   …   Толковый словарь Дмитриева

  • стоять — стою/, стои/шь; стой; сто/я; нсв. см. тж. стой!, стояние 1) Находиться в вертикальном положении, не двигаясь с места; занимать место где л., находясь в таком положении (о людях, животных) Стоя/ть у окна. Стоя/ть перед зеркалом …   Словарь многих выражений

  • стоять — Индоевропейское – ste ie tei < sta (стать, становиться, встать, явиться). Латинское – sto < staio (стою). Общеславянское – stojati (стоять). Слово «стоять» (пребывать в вертикальном положении, находиться на ногах) известно с древнерусской… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • стоять —   , ю, ит, несов., за чем.   Стоять в очереди (за дефицитным товаром).   ◘ Будут ли при коммунизме очереди? Нет, так как стоять уже будет не за чем (Из анекдота). Купина, 104. Стоять за дефицитом очередь за товарами, которых не было в регулярной… …   Толковый словарь языка Совдепии

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»