Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

стоять

  • 41 шпалера

    шпалера
    ж
    1. (решетка) οἱ δοκοί ἀναδενδράδος, ἡ κληματαριά·
    2. (деревьев и т. ἡ.) ἡ δενδροστοιχία·
    3. воен. ἡ φάλαγγα, ἡ ἀράδα:
    стоять \шпалерами στέκομαι (σέ στοίχο) στή γραμμή.

    Русско-новогреческий словарь > шпалера

  • 42 штурвал

    штурва||л
    м τό τιμόνι, τό πηδάλιο:
    стоять у \штурвалла στέκομαι στό τιμόνι.

    Русско-новогреческий словарь > штурвал

  • 43 якорь

    якор||ь
    м мор. ἡ ἄγκυρα:
    бросать \якорь ἀγκυροβολώ, ρίχνω ἄγκυρα· поднимать \якорь σηκώνω ἄγκυρα· сниматься с \якорья σαλ-πάρω· становиться на \якорь ρίχνω ἄγκυρα· стоять на \якорье εἶμαι ἀγκυροβολημένος· ◊ \якорь спасения ἡ σανίδα σωτηρίας.

    Русско-новогреческий словарь > якорь

  • 44 вполоборота

    επίρ.
    μισοεστραμμένα, μισογυρισμένα•

    стоять вполоборота στέκομαι μισογυρισμένα.

    Большой русско-греческий словарь > вполоборота

  • 45 глаз

    -а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. глаза, глаз, -ам а.
    1. μάτι, όμμα, οφθαλμός. || ματιά, βλέμμα.
    2. όραση•

    он лишился глаз αυτός έχασε τα μάτια (την όραση, το φως).

    || μτφ. επίβλεψη•

    у семи нянек дидя без -у οι πολλές μαμές βγάζουν στραβό το παιδί ή οι πολλοί καραβοκυραίοι πνίγουν γρήγορα το καοάβι ή (αρχ. παροιμία) πολλοί στρατηγοί Καρίαν απώλεσαν.

    3. μάτιασμα, μάτι.
    εκφρ.
    в -ах чьих – α) στα μάτια (γνώμη, κρίση) του ή των. β) παλ. επί παρουσία•
    на -ах – επί παρουσία, με την παρουσία (κάποιου)•
    с безумных глаз – (απλ.) σε κατάσταση παραλογισμού•
    с пьяных глаз – (απλ.) σε κατάσταση μέθης•
    с какими -ами появиться ή показаться – με τι πρόσωπο (ή μούτρα) να εμφανιστώ (ή να βγώ, να παρουσιαστώ)•
    -а бы (мой) не смотрели ή не глядели; -а б (мой) не видали – να μην έβλεπαν τα μάτια μου (για μεγάλη απέχθεια)•
    - а горят на что – καίγομαι από τον πόθο, επιθυμώ πάρα πολύ•
    - а на лоб лезут – (απλ.) τα μάτια γουρλώνουν από θαυμασμό•
    смотреть большими глазами – γουρλώνω τα μάτια, βλέπω με θαυμασμό•
    смотреть ή глядеть в -а – κοιτάζω στα μάτια, κατάματα (προσπαθώ να εξιχνιάσω, να μαντέψω)•
    смотреть – ή,глядеть во все -а έχω τα μάτια μου τέσσειρα (άγρυπνα παρακολουθώ)’ смотреть ή глядеть прямо (ή смело) в -а κοιτάζω, Βλέπω κατάματα (άφοβα)•
    смотреть ή глядеть на что чьими -ами – βλέπω με ξένα μάτια (δεν έχω δική μου γνώμη)•
    в -а не видать – να μην ιδώ στα μάτια μου•
    в -а сказать ή назватьκ.τ.τ. λέγω κατά πρόσωπο, κατάμουτρα•
    в -ах ή перед -ами стоять – στο νου μου, μπροστά μου το εχω, μου έρχεται στη σκέψη•
    острый глаз – οξεία όραση•! дурной глаз κακό μάτι (βάσκανο)•
    куда не кинь -ом – όπου και να ρίξεις (να στρέψεις) το μάτι•
    на -а показывается ή попадает(ся)κ.τ.τ. εμφανίζεται, παρουσιάζεται μπροστά μου•
    настолько хватает глаз ή куда достает глаз – όσο φτάνει ή κόβει το μάτι•
    ни в одном -у -е – καθόλου δεν είναι μεθυσμένος•
    с глаз долой (уйти, убрать(ся) – συνήθως με προστκ. έξω, φύγε απ’ εδώ, να μη σε δουν τα μάτια μου•
    с -у на глаз – ένας μ' έναν, τετ α τετ•
    между глаз – απαρατήρητα•
    закрывать -а – κλείνω τα μάτια (κάνω,προσποιούμαι πως δε βλέπω)•
    закрыть -а – κλείνω τα μάτια (πεθαίνω)•
    закрыть -а кому-то – α) κλείνω τα μάτια του πεθαμένου, β) παρευρίσκομαι στο θάνατο συγγενούς•
    отктрыть, открывать -а кому – ανοίγω τα μάτια κάποιου (διαφωτίζω)•
    на -ах – με το μάτι (η περίπου εκτίμηση)•
    в -а – φάτσα, απέναντι, εν όψει•
    за -а – α) εν απουσία, ερήμην, β) χωρίς να ιδώ•
    купить что-л. за -а – αγοράζω γουρούνι στο σακκί•
    - а не казать – να μην εμφανιστεί μπροστά μου•
    идти куда глаза глядят – ενεργώ απερίσκεπτα, ριψοκινδυνεύω•
    лгать в -а – ψεύδομαι κατάφορα•
    очки не по -ом – τα ματογυάλια δεν κάνουν, δεν αντιστοιχούν στην όραση•
    не пу-скй’ть с глаз с кого-л, с чего-л. – δεν ξεκολλώ τα μάτια από κάποιον, από κάτι (θέλγομαι)•
    у страха -а великиπαρμ. ο φόβος μεγαλώνει το κακό•
    с глаз долой из сердца вон – μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται.

    Большой русско-греческий словарь > глаз

  • 46 гора

    θ.
    1. βουνό, όρος•

    ледяная гора παγόβουνο•

    снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).

    2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•

    гора ящиков βουνό από κιβώτια.

    3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).
    εκφρ.
    гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•
    гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•
    -у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•
    не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•
    в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•
    под -у идти ή катитьсяκ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•
    надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•
    пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•
    - мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•
    гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή.

    Большой русско-греческий словарь > гора

  • 47 гроб

    -а, προθτ. в -у, на -е, κ. на -у, о -е, πλθ. -ы и. -а.
    1. φέρετρο (νεκρού), κάσσα, κιβούρι, νεκροσέντουκο, νεκροκρέβατο.
    2. παλ. μνήμα, τάφος.
    3. (απλ.) χαμός, θάνατος, τέλος• πολύ άσχημα.
    εκφρ.
    до -а – ως τον τάφο, ως το θάνατο•
    верность до -а – πίστη ως το θάνατο•
    по гроб (жизни)απλ. ως το θάνατο•
    в гроб вогнать ή вколотить, свестиκ.τ.τ. εξωθώ, χτυπώ, φέρω, βασανίζω μέχρι θάνατο•
    в гроб глядеть ή смотреть – βλέπω το χάρο (με τα μάτια)•
    быть на краю -а•, стоять одной ногой в -у – είμαι στο χείλος του τάφου• είμαι με το ένα πόδι στον τάφο•
    близок к -у – ετοιμοθάνατος, κοντόμερος, μελλοθάνατος•
    идти за -ом – πηγαίνω στην κηδεία, ακολουθώ την κηδεία•
    хоть в гроб ложись – (για κατάσταση) είναι αξιοθρήνητη, για χαμό, για κλάματα.

    Большой русско-греческий словарь > гроб

  • 48 грудь

    -и, προθτ. о -и, в -и, на -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. στήθος, στέρνο• θώρακας.
    2. μαστός, βυζί, στήθος•

    кормить -ью θηλάζω, βυζαίνω•

    дать грудь ребенку θηλάζω το βρέφος•

    отнять от -и αποθηλάζω, ξεκόβω.

    3. επιστήθιο υποκαμίσου, η μπροστινή.
    εκφρ.
    грудь с -ью ή грудь на грудь биться, сражаться – στήθος με στήθος, σώμα με σώμα χτυπιέμαι, μάχομαι•
    - ью проложить себе дорогу – με το στήθος ανοίγω δρόμο, βάζω στήθος (υπερνικώ μεγάλες δυσκολίες)•
    стоять (стать, в стать) -ью – προβάλλω, Ιπροτείνω•τό στήθος (μαχόμενος, υποστηρίζοντας).

    Большой русско-греческий словарь > грудь

  • 49 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 50 затылок

    -лка α. αυχένας, σβέρκος. || το ινίο, ινιακό οστό.
    εκφρ.
    в затылок (идти, шагать, стоять) – ένας κοντά τον άλλον, πλησιέστατα• σε φάλαγγα κατ’ άντρα.

    Большой русско-греческий словарь > затылок

  • 51 защита

    θ.
    1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•

    защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•

    взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•

    интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•

    защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•

    меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•

    искать -ы αναζητω προστασία•

    стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•

    защита диссертации υποστήριξη διατριβής•

    без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.

    2. (στρατ.) άμυνα•

    противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.

    5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).
    4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες).

    Большой русско-греческий словарь > защита

  • 52 истукан

    α.
    1. άγαλμα, είδωλο.
    2. (απλ.) άκαρδος, σκληρόκαρδος. || κουτός, ανόητος.
    εκφρ.
    стоять (сидеть) -ом ή как истукан – α) στέκομαι σαν άγαλμα (ακίνητος). β) στέκομαι σαν ξύλο (ανόητος).

    Большой русско-греческий словарь > истукан

  • 53 карта

    θ.
    1. χάρτης•

    географическая γεωγραφικός χάρτης•

    этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•

    политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•

    карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•

    морская карта ναυτικός χάρτης.

    2. παλ. κατάλογος φαγητών.
    3. παλ. καρτ-ποστάλ.
    4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•

    сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•

    играть в карты παίζω χαρτιά•

    простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•

    гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•

    ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.

    εκφρ.
    последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•
    карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•
    смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•
    ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•
    он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•
    стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > карта

  • 54 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 55 лагерь

    -я, πλθ.κ.α.
    1. στρατόπεδο• καταυλισμός•

    лагерь для военнопленных στρατόπεδο αιχμαλώτων•

    стоять -ем στρατοπεδεύω•

    сняться с -я αποστρατοπεδεύω.

    2. κατασκήνωση•

    пионерский лагерь πιονέρικη κατασκήνωση•

    туристический лагерь τουριστική κατασκήνωση.

    3. μτφ. κοινωνικοπολιτική ένωση, ρεύμα•

    лагерь мира, демократии и социализма στρατόπεδο ειρήνης, δημοκρατίας και σοσιαλισμού.

    εκφρ.
    действовать на два -я – ενεργώ διπλοπρόσωπα.

    Большой русско-греческий словарь > лагерь

  • 56 лапка

    θ.
    πέλμα μικρό.
    εκφρ.
    стоять ή ходить на задних -ах перед кем – στέκομαι σούζα μπροστά σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > лапка

  • 57 лесенка

    θ.
    1. σκαλίτσα.
    2. επίρ. -ой κλιμακωτά• κατ ανάστημα•

    стоять -ой στέκομαι κατ ανάστημα.

    Большой русско-греческий словарь > лесенка

  • 58 навытяжку

    επίρ.: стоять навытяжку στέκομαι τεντωμένος, προσοχή, κόκκαλο, σούζα.

    Большой русско-греческий словарь > навытяжку

  • 59 натура

    θ.
    1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).
    2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.
    3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•

    крепкая γερός οργανισμός.

    4. πραγματικότητα, φύση•

    в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.

    5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•

    рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.

    || βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.
    6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).
    εκφρ.
    в -е вещейβλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•
    привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•
    быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο).

    Большой русско-греческий словарь > натура

  • 60 очередь

    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. σειρά, ακολουθία, διαδοχή τάξη, αράδα γραμμή•

    соблюдать очередь τηρώ τη σειρά•

    в порядке -и με τη σειρά, με την αράδα•

    установить очередь καθορίζω, βάζω σειρά•,стать в очередь μπαίνω στη σειρά•

    занимать очередь πιάνω σειρά•

    каждый в свою очередь καθένας με τη σειρά του.

    2. σειρά αναμενόιντων•

    большая, длинная очередь μεγάλη, μακριά ουρά.

    3. (στρατ.) ριπή•

    пулемётная очередь ριπή πολυβόλου•

    автоматная очередь ριπή αυτόματου.

    εκφρ.
    в первую очередь – στην πρώτη γραμμή (σειρά), πριν απ όλα•
    в свою очередь – με τη σειρά του•
    быть (стоить) на -и – έχω σειράστον κατάλογο(για λύση ζητήματος)•
    поставить в очередь – εγγράφω στον κατάλογο, βάζω στη σειρά (για λήψη)•
    стать на -; стоять на -и – έχω σειρά, είμαι γραμμένος στον κατάλογο.

    Большой русско-греческий словарь > очередь

См. также в других словарях:

  • СТОЯТЬ — стою, стоишь, несов. 1. Находиться в вертикальном положении; быть на ногах, не двигаясь с места; противоп. лежать в 1 знач., сидеть (1) в 1 знач. Зонтик стоит в углу. Стоять на ногах. Стоять на коленях. Стоять на цыпочках. Стоять на голове. «Я… …   Толковый словарь Ушакова

  • СТОЯТЬ — СТОЯТЬ, стаивать (в Акад. Слв. прибавлено стать, будто это совершенный вид глагола стоять; но ставать, стать один гл., а стоять, стать два: наперед станешь, а затем стоишь), главных. значений два: не трогаться с места, не двигаться, быть в покое …   Толковый словарь Даля

  • СТОЯТЬ — СТОЯТЬ, стою, стоишь; стоя; несовер. 1. Находиться в вертикальном положении, уперевшись конечностями (ногами) в твёрдую опору, не передвигаясь. Часовой стоит на посту. С. на коленях. С. на голове (вверх ногами). Аист стоит на одной ноге. Собака… …   Толковый словарь Ожегова

  • стоять — Не двигаться, торчать. Ср …   Словарь синонимов

  • СТОЯТЬ — С. для отдачи якоря находиться на местах по расписанию. С. на бакштове (о шлюпке) стоять за кормой судна и быть привязанным к нему снастью, называемой бакштовом. С. на вахте (То be on watch or on duty) находиться при исполнении вахтенной службы.… …   Морской словарь

  • стоять — СТОЯТЬ, обычно употр. в 3 л. ед., стоит, несов.; у кого. О характеристике мужской потенции. У него уже с революции не стоит (о старике). Стоит у кого на что хотеть чего л., быть способным на что л., испытывать энтузиазм У меня на работу ну никак… …   Словарь русского арго

  • стоять — стоять, стою, стоит; дееприч. стоя, в просторечии и в народно поэтической речи стоючи …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • стоять — глаг., нсв., употр. наиб. часто Морфология: я стою, ты стоишь, он/она/оно стоит, мы стоим, вы стоите, они стоят, стой, стойте, стоял, стояла, стояло, стояли, стоящий, стоявший, стоя; сущ., с. стояние   …   Толковый словарь Дмитриева

  • стоять — стою/, стои/шь; стой; сто/я; нсв. см. тж. стой!, стояние 1) Находиться в вертикальном положении, не двигаясь с места; занимать место где л., находясь в таком положении (о людях, животных) Стоя/ть у окна. Стоя/ть перед зеркалом …   Словарь многих выражений

  • стоять — Индоевропейское – ste ie tei < sta (стать, становиться, встать, явиться). Латинское – sto < staio (стою). Общеславянское – stojati (стоять). Слово «стоять» (пребывать в вертикальном положении, находиться на ногах) известно с древнерусской… …   Этимологический словарь русского языка Семенова

  • стоять —   , ю, ит, несов., за чем.   Стоять в очереди (за дефицитным товаром).   ◘ Будут ли при коммунизме очереди? Нет, так как стоять уже будет не за чем (Из анекдота). Купина, 104. Стоять за дефицитом очередь за товарами, которых не было в регулярной… …   Толковый словарь языка Совдепии

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»