Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

собрать

  • 1 собрать

    собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он
    * * *
    1) в разн. знач. μαζεύω

    собра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω

    собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα

    собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω

    2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω
    3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ

    Русско-греческий словарь > собрать

  • 2 собрать

    -беру, -бершь, παρλθ. χρ. собрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. собранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω, συνάζω•

    собрать людей συγκεντρώνω τους ανθρώπους•

    собрать стадо у колодца μαζεύω το κοπάδι στο πηγάδι•

    собрать в кучу συσσωρεύω•

    собрать грибы μαζεύω μανιτάρια•

    собрать сведения συγκεντρώνω πληροφορίες.

    2. τακτοποιώ• ετοιμάζω•

    собрать чемодан ετοιμάζω τη βαλίτσα-- в дорогу ετοιμάζω τα απαραίτηταγια το δρόμο. собрать обед ετοιμάζω το γεύμα•

    собрать стол στρώνω το τραπέζι (για φαγητό).

    4. διπλώνω, πτυχώνω• ρυτιδώνω.
    5. συναρμολογώ, μοντάρω.
    6. συλλέγω•

    собрать коллекцию марок συλλέγωγραμματόσημα.

    7. συγκομίζω•

    собрать огурцы μαζεύωαγγουράκια•

    собрать виноград μαζεύω σταφύλια (τρυγώ)•

    собрать урожай μαζεύω τη σοδειά.

    8. εντείνω•

    собрать все свой силы συγκεντρώνω όλες μουτις δυνάμεις.

    1. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, συνάζομαι, μαζεύομαι,• συνέρχομαι. || συρρέω, προσέρχομαι, προστρέχω.
    2. συλλέγομαι.
    3. διπλώνομαι• ρυτιδώνομαι.
    4. ετοιμάζομαι (για δρόμο, ταξίδι, κυνήγι κλπ.). || σκοπεύω, προτίθεμαι•

    мой брат -лся жениться ο αδερφός μου σκοπεύει να παντρευτεί.

    5. εξασφαλίζομαι•

    собрать с деньгами εξασφαλίζομαι από χρήματα•

    собрать со средствами εξασφαλίζομαι από μέσα.

    6. εντείνω (τις δυνάμεις κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    собрать с духом – α) παίρνωανάσα, ξεκουράζομαι από το τρέξιμο, β) αναθαρρώ, ανακτώ το θάρρος• συνέρχομαι•
    собрать с мыслями – συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω τη σκέψη μου.

    Большой русско-греческий словарь > собрать

  • 3 собрать

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > собрать

  • 4 собрать(ся)

    собра́ть(ся)
    сов см. собирать(ся).

    Русско-новогреческий словарь > собрать(ся)

  • 5 нарвать

    I нарвать Ι (собрать) μαζεύω·\нарвать цветов μαζεύω λουλούδια II нарвать II (о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο
    * * *
    I
    ( собрать) μαζεύω

    нарва́ть цвето́в — μαζεύω λουλούδια

    II
    ( о нарыве) εμπυάζω, μαζεύω πύο

    Русско-греческий словарь > нарвать

  • 6 накопить

    1. фин. αποταμιεύω 2. (набрать, собрать) αποκτώ, συλλέγω, συσσωρεύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накопить

  • 7 собирать

    Русско-греческий словарь > собирать

  • 8 воедиио

    воеди́ио
    нареч μαζί, ὀμοῦ:
    собрать \воедиио μαζεύω ὀλους μαζί, συνενώνω.

    Русско-новогреческий словарь > воедиио

  • 9 пожирать

    пожирать
    несов καταβροχθίζω, τρώγω· ◊ \пожирать глазами τρώγω μέ τά μάτια пожитки мн. разг τά πράγματα / ἡ κου· ρελαρία (домашний скарб):
    собрать свои́ \пожирать ἐτοιμάζω τά πράγματα μου.

    Русско-новогреческий словарь > пожирать

  • 10 кость

    -и, προθτ. о кости, в -й, γεν. πλθ.θ.
    1. κόκκαλο, οστό•

    -и конечностей τα κόκκαλα των άκρων•

    рыбная кость το ψαροκόκκαλο•

    бедренная кость μηριαίο οστό, μηρικό κόκκαλο•

    берцовая кость το κνημιαίο οστό•

    лучевая -(ανατ.) κερκίδα•

    грудная кость το στέρνο•

    -и павших τα οστά των πεσόντων•

    слоновая кость ελεφαντοστό.

    2. πλθ. -и τα ζάρια, τα κότσια•

    игри в -и το μπαρμπούτι•

    игральные -и τα ζάρια•

    играть в -и παίζω τα ζάρια.

    || πούλι, πεσσός.
    3. πλθ. -и πεσσοί (πούλια) αριθμητηρίου.
    εκφρ.
    белая кость – επιφανής καταγωγή, από σόι•
    чрная кость – άσημη καταγωγή•
    дворянская кость – ευγενική καταγωγή•
    до -и – μέχρι το κόκκαλο•
    кожа да -и – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•
    одни -и – μόνο κόκκαλα (κάτισχνος)•
    широкая -; широк -ью ; широк в -и – θερίος άντρας, άντρακλας• (για γυναίκα) γυναικάρα•
    стоить -ью в горле ή поперёк горла – μού κάτσε κόκκαλο στο λαιμό ή μού κάτσε καρφί στο μάτι (μεγάλο εμπόδιο ή πολύ μισητός)•
    лечь костьми – α) πέφτω στη μάχη. β) καταγίνομαι, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες•
    - ей не собрать – σπάζω (λιανίζω) τα κόκκαλα, κατακομματιάζω•
    с -и прочь ή долойπαλ. αφαιρουμένου, εκτός, έξω, πλην (για λογαριασμό)•
    построить ή воздвигнуть на -ях – αποκτώ με μεγάλες θυσίες.

    Большой русско-греческий словарь > кость

  • 11 кулак

    α.
    1. γροθιά, γρόθος, πυγμή•

    сжать кулак σφίγγω τη γροθιά•

    грозить -ом φοβερίζω με τη γροθιά.

    2. μτφ. στρατεύματα κρούσης.
    3. (τεχ.) δίσκος. || δόντι τροχού.
    εκφρ.
    отведать кулаков – γνωρίζω (δοκιμάζω) τι θα πει γροθιές•
    зажать в кулак – καθυποτάσσω κάποιον•
    не жалеть -ов – γροθοκοπίζω αλύπητα•
    принять в -и – (απλ.) γροθοκοπώ•
    смеяться в кулак – κρυφογελώ (καλύπτοντας το στόμα με μισοανοιγμένη τη γροθιά)•
    собрать в кулак – ενώνω σφιχτά, αδιάρρηχτα•
    держать в -е кого – κρατώ σε υποταγή κάποιον.
    α.
    1. κουλάκος, π\ούσιος αγρότης και εκμεταλλευτής.
    2. βλ. стяжатель.

    Большой русско-греческий словарь > кулак

  • 12 посбирать

    ρ.σ.μ.
    βλ. собрать με σημ. λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > посбирать

  • 13 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 14 сбирать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. собрать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > сбирать(ся)

  • 15 со...

    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων αντί του προθέματος «с...» α) μπροστά απο: «И», «Й», «ο», π.χ. соизволить, сойти, сообразить, β) μπροστά από δυο ή περισσότερα σύμφωνα: собрать, согнать, сорвать, составить, соткать, γ) μπροστά από σύμφωνο που το ακολουθεί «Ь»: совью, солью, сошью. δ) σε λέξεις κυρίως από το γραπτό λόγο: содеять, сокрыть, ε) σε διαλεκτικές λέξεις: сожечь, согрубить, содвигать.
    II.
    Χρησιμεύει για το σχηματισμό ουσ. κ. επ. με σημασία: κοινής ενέργειας, συνοδοιπορίας ή αλληλοσύνδεσης: соучастник, совместный, сострадательный.

    Большой русско-греческий словарь > со...

  • 16 собирать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. собрать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > собирать(ся)

  • 17 тот

    та, то (αντων.).
    1. εκείνος, -η -ο•

    тот ученик εκείνος ο μαθητής•

    та женщина εκείνη η γυναίκα•

    то яблоко εκείνο το μήλο•

    ни этот инструмент, а тот όχι αυτό το εργαλείο, αλλά εκείνο•

    с того дня από εκείνη τη μέρα•

    с того времени από εκείνο τον καιρό, αντικρινός• άλλος• ο απέναντι, ο αντίπερα•

    тот по той стороне улицы από την άλλη πλευρά του δρόμου•

    на том берегу реки στην απέναντι όχθη του ποταμού.

    || (για χρόνο, περιστατικά, κατάσταση) περασμένος• επόμενος•

    я просил у него книгу ещё в той неделе του ζήτησα το βιβλίο ακόμα από κείνη τη βδομάδα•

    собрать сно того года μαζεύω χόρτο για τον άλλο (επόμενο) χρόνο.

    || αυτός, -ή, -ό•

    тем или иным способом με αυτόν ή τον άλλον τρόπο•

    с той и с гругой стороны από αυτό και από το άλλο μέρος.

    2. ακριβώς αυτός, εκείνος (με το μόριο же)• в тот же день την ίδια ακριβώς μέρα. || то άκλ. το ίδιο, το αυτό•

    тот рассказывать одно и то же διηγούμαι το ίδιο και το ίδιο, ένα και το αυτό.

    εκφρ.
    тот или другой (иной) – αυτός (εκείνος) ή ο άλλος, ο ένας ή ο άλλος (οποιοσδήποτε)•
    до того – σε τέτοιο βαθμό• τόσο δυνατά• (и) без того (και) χωρίς αυτό (εκείνο), κι έτσι•
    тот не то, что (чтоб, чтобы)...., а... – όχι τόσο, όσο•
    не то, что (чтобы) – όχι πολύ, όχι εντελώς•
    не то что..., а... – όχι μόνο...., αλλά και...• и то (απλ.) σωστά, πραγματικά (ως απάντηση)• (да) и то сказать και βέβαια, δικαιολογημένα, εύλογα•
    то-с; то да с; (и) то и с, – αυτό και τούτο, αυτό και τ άλλο•
    ни то ни с – α) ούτε εκείνο ούτε αυτό (τούτο), ούτε το ένα ούτε το άλλο, ούτε αυτό ούτε τούτο-β) ούτε καλά, ούτε άσχημα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει, έτσι κι έτσι, μέτρια•
    ни с того ни с сего – χωρίς καμιά αιτία, χωρίς κανένα λόγο από το τίποτε•
    ни с того ни с сего рассердился и ушл – από το τίποτε θύμωσε και έφυγε•
    тем самым – α) μ αυτό το ίδιο. β) ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.

    Большой русско-греческий словарь > тот

См. также в других словарях:

  • СОБРАТЬ — СОБРАТЬ, соберу, соберёшь, и (простореч.) сберу, сберёшь, прош. собрал, собрала, собрало, сов. (к собрать и к сбирать). 1. кого что. Соединить в одном месте, созвать, заставить прибыть куда н., скопиться где н. «Он вновь собрал рассеянное… …   Толковый словарь Ушакова

  • собрать — вече • организация собрать данные • обладание, начало собрать информацию • обладание, начало собрать последние силы • обладание, начало собрать пресс конференцию • организация собрать сведения • обладание, начало собрать силы • обладание, начало …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • собрать — скопить, сосредоточить, сконцентрировать; снарядить, составить, справить. Ant. разобрать Словарь русских синонимов. собрать 1. /людей, средства: сосредоточить, сконцентрировать, стянуть / людей насильно: согнать; нагнать (разг.) 2. вещи, средства …   Словарь синонимов

  • СОБРАТЬ — СОБРАТЬ, беру, берёшь; ал, ала, ало; собранный; совер. 1. кого (что). Сосредоточить, соединить в одном месте, созвав или велев прибыть куда н. С. людей. С. всех участников похода. 2. что. Сосредоточить где н., добывая, приобретая или разыскивая.… …   Толковый словарь Ожегова

  • собрать — собрать, соберу, соберёт; прош. собрал, собрала (допустимо собрала), собрало (неправильно собрало), собрали …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • собрать — • собрать, набрать, нарвать Стр. 1069 Стр. 1070 Стр. 1071 Стр. 1072 …   Новый объяснительный словарь синонимов русского языка

  • собрать — I.(набрать в каком л. количестве траву, плоды, топливо и т. п.) что и чего. 1. что (при указании на определенную меру или количество). Собрать корзину черники. Собрать кучу хвороста. 2. чего (при указании на неопределенную меру или количество).… …   Словарь управления

  • собрать — I.     СОБИРАТЬ/СОБРАТЬ     СОБИРАТЬ/СОБРАТЬ, монтировать/смонтировать II. собрание …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • собрать — см.: Все стенки собрать …   Словарь русского арго

  • Собрать голоса — СОБРАТЬ, беру, берёшь; ал, ала, ало; собранный; сов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Собрать не соберем, а счесть сочтем. — (деньги). См. ЗАЙМЫ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»