Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

сказать

  • 61 легко

    1. επίρ. ελαφρά, εύκολα κλπ. επ.
    2. ως κατηγ. είναι ελαφρό, εύκολο• ξαλαφρώνω•

    это не так легко αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο•

    мне стало так легко ξαλάφρωσα πολύ, ησύχασα.

    || εύθυμα, χαρούμενα, καλά.
    εκφρ.
    сказать – με τα λόγια είναι εύκολο (εννοείται ότι στην πράξη είναι δύσκολο)•
    легче на поворотах! – (απλ.) πρόσεχε καλά στα λόγια σου ή τα έργα σου!•
    час от часу не легче – όλο και χειρότερα ή πιο δύσκολα.

    Большой русско-греческий словарь > легко

  • 62 лучше

    συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•

    жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•

    старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•

    мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•

    лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•

    лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•

    лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.

    εκφρ.
    как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•
    тем лучше – ακόμα καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > лучше

  • 63 наугад

    επίρ.
    στην τύχη, τυχαία, στα κουτουρού, στο βρόντο•

    идти в темноте наугад βαδίζω στο σκοτάδι, στην τΰχη (στα τυφλά)•

    сказать λέγω στα κουτουρού.

    Большой русско-греческий словарь > наугад

  • 64 недосказать

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. сказать)
    δεν απολέγω αποσιωπώ.

    Большой русско-греческий словарь > недосказать

  • 65 некстати

    επίρ.
    ακατάλληλα, σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα, μαλαπροπό•

    кстати и некстати όταν πρέπει και ό.ταν δεν πρέπει•

    пришл -. ήρθε σε ακατάλληλη ώρα•

    сказать что-л. некстати λέγω κάτι που δεν έχει τη θέση του.

    Большой русско-греческий словарь > некстати

  • 66 нелишне

    επίρ.
    ως κατηγ. δεν εμποδίζει, δε βλάπτει, δεν είναι περιττό• είναι ωφέλιμο
    - καλό, πρέπει•

    нелишне будет сказать об этом δε θα είναι περιττό να πω γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > нелишне

  • 67 нелишний

    -яя, -ее
    επ.
    οχι περίσσιος• ωφέλιμος, χρειαζούμενος•

    эта вещь -яя в хозяйстве αυτό το πράγμα χρειάζεται στο νοικοκυριό•

    считаю -им сказать δε θεωρώ περιττό να πω ή θεωρώ ωφέλιμο να πώ.

    Большой русско-греческий словарь > нелишний

  • 68 нечего

    нечему, нечем, не о чем
    αντων. αρνητ. τίποτε, ουδέν•

    нечего читать δεν έχω• τίποτε για διάβασμα•

    нечего сказать δεν έχω τίποτε να πω•

    тебе нечего бояться δεν έχεις τίποτε να φοβηθείς•

    нечем резать δεν έχω με τι να κόψω•

    нечему удивляться τίποτε το εκπληκτικό•

    тут нечему смеяться εδώ δεν υπάρχει τίποτε το γελοίο•

    не о чем жалеть άδικα λυπάσαι•

    -делать δεν μπορώ να κάνω τίποτε.

    ως κατηγ. δεν πρέπει, δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει δε χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος, δεν είναι ανάγκη•

    об этом и думать -γι αυτό ούτε καν να σκέφτεσαι•

    нечего вам в это дело мешаться δεν έχετε καμιά δουλειά να ανακατεύεστε σ αυτή την υπόθεση•

    вам нечего помогать δε χρειάζεται η βοήθεια σας•

    его жалеть δεν αξίζει να τον λυπάσαι ή αυτός δε θέλει λύπηση.

    Большой русско-греческий словарь > нечего

  • 69 общий

    επ., βρ: общ, общи, обще.
    1. γενικός, καθολικός•

    -ее правило γενικός κανόνας•

    -е собриние γενική συνέλευση•

    -ее название γενική ονομασία•

    общий кризис γενική κρίση•

    -ее впечатление γενική εντύπωση•

    -ее молчание γενική (απόλυτη) σιγή•

    -ее благо γενικό καλό.

    2. κοινός•

    общий язык κοινή γλώσσα•

    -ее мнение κοινή γνώμη•

    -ее дело κοινή υπόθεση•

    -ими силами με κοινές δυνάμεις•

    -ая собственность συνιδιοκτησία• συγκυριότητα•

    -ая черти κοινό χαρακτηριστικό•

    -ими усилиями με κοινές προσπάθειες.

    3. ολικός, συνολικός•

    -ая стоимость ολική αξία ή κόστος•

    -итог ολικό άθροισμα•

    -ая сумма ολικό ποσό.

    4. βασικός• θεμελιώδης•

    -ие вопросы науки τα βασικά ζητήματα της επιστήμης.

    εκφρ.
    в -их чертах – σε γενικές γραμμές, αδρομερώς;, σε χοντρές γραμμές•
    -ее место; – α) κοινός τόπος, β) κοινοτοπία, πεζότητα• ρουτίνα•
    - ее обра-зовиние – γενική μόρφωση (χωρίς ειδίκευση)•
    в -ем – εν τέλει, τελικά•
    в -ем и в целом – γενικά•
    в -ей сложности – συνολικά, εν συνόλω•
    общий нет ничего -его с кем,чем – δεν έχω τίποτε το κοινό με κάποιον, με κάτι•
    найти общий язык – βρίσκω κοινή γλώσσα (συνδιαλλαγής), σύμτωσης απόψεων•
    в -ем сказать – για να πω γενικά•
    наибольший делитель – ο μέγιστος κοινός διαιρέτης•
    - ее наименьшее критное – το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο.

    Большой русско-греческий словарь > общий

  • 70 обязанный

    επ., βρ: -зан, -а, -о
    υποχρεωμένος• υπόχρεος•

    я -зан помочь ему είμαι υποχρεωμένος να τον βοηθήσω•

    считить себя -ым θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο•

    я -зан сказать правду οφείλω να πω την αλήθεια•

    я вам очень -зан σας είμαι πολύ υπόχρεος.

    Большой русско-греческий словарь > обязанный

  • 71 относительно

    1. επίρ. σχετικά• ανάλογα•

    опыт прошл относительно удачно το πείραμα έγινε σχετικά καλά (πετυχημένα).

    2. (πρόθεση)• ως προς, όσον αφορά•

    относительно хода дела ещё ничего нельзя сказать ως προς την πορεία της υπόθεσης ακόμα τίποτε δε μπορούμε να πούμε.

    Большой русско-греческий словарь > относительно

  • 72 пара

    θ.
    1. ζευγάρι, ζεύγος•

    пара чулок ζευγάρι (γυναικείες) κάλτσες•

    пара носков ζευγάρι (ανδρικές) κάλτσες•

    пара сапог ζευγάρι μπότες.

    || αντικείμενο αποτελούμενο από δύο ίσα μέρη•

    пара ножниц το ψαλίδι•

    пара брюк το παντελόνι.

    2. κοστούμι ανδρικό (σακκάκι, παντελόνι)•

    он пришл в новой -е αυτός ήρθε με καινούργιο κοστούμι.

    3. ζευγάρι ζευγμένων αλόγων αμάξι με δυό άλογα.
    4. огю πρόσωπα μαζί•

    влюблнная пара αγαπημένο ζευγάρι•

    танцующие -ы τα ζευγάρια του χορού.

    || ως επίρ. -ами κατά ζευγάρια, δυό-δυό•

    мы гуляли -ами εμείς κάναμε περίπατο κατά ζευγάρια.

    || ταίρι.
    5. ως κατηγ. ταιριάζω. || δυό•

    можно сказать -у слов? μπορώ να πω δυό λόγια;•

    можно оторвать вас на -у минут? μπορώ να σας απασχολήσω για δυό λεφτά;

    εκφρ.
    в -ы – κατά δυάδες, ανα δυό,. δυό-δυό, κατά ζευγάρια•
    в -еκ. на -у μαζί, ομού, οι δυό μαζί, ζευγαρωτά•
    пара пустяков – (απλ.) είναι εύκολο (για εκτέλεση), δεν είναι τίποτε•
    два сапога – ένα και το ίδιο, παρ τον έναν, χτύπα τον άλλον, του ίδιου φυράματος• κύλισε ο τέντζερης κ. βρήκε το καπάκι.

    Большой русско-греческий словарь > пара

  • 73 позволение

    ουδ.
    άδεια, έγκριση•

    уехать без -я φεύγω χωρίς άδεια•

    просить -я ζητώ άδεια•

    дать позволение δίνω άδεια.

    || επιτρέπω•

    получить позволение παίρνω άδεια.

    εκφρ.
    с -я сказать – (παρνθ. λ.) με την άδεια σας να πω, επιτρέψτε μου να πω.

    Большой русско-греческий словарь > позволение

  • 74 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 75 положить

    -ложу, -ложишь, προστκ. положи, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. положенный, βρ: -жен, -а, -о.
    1. βλ. класть.
    2. παλ. αποφασίζω• καθιερώνω.
    3. (απρόσ.) -жено πρέπει, έπρεπε, επιβάλλεται, επιβάλλονταν.
    4. положим (παρνθ. λ.) ας υποθέσομε, ας πούμε, ας παραδεχτούμε•

    положим, что это так ας πούμε πως αυτό είναι έτσι•

    положим, что вы правы ας παραδεχτούμε ότι εσείς έχετε δίκαιο.

    εκφρ.
    положа руку на сердце (сказать)• – βάζοντας το χέρι στην καρδιά (λέγω ειλικρινά).
    βασίζομαι, στηρίζομαι• εμπιστεύομαι•

    положить на него нельзя δεν πρέπει να βασιστείς σαυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > положить

  • 76 потолок

    -лка α.
    1. οροφή, νταβάνι•

    свод-чэ.тый потолок θολωτή οροφή.

    2. (διαλκ.) η άνω οροφή (προς τη σοφίτα).
    3. το ανώτερο ύψος πτήσης. || μτφ. το ανώτερο όριο.
    εκφρ.
    с -лка (взять, сказатьκλπ.) όπως μου έρθει (μου κατεβάσει) εκείνη τη στιγμή, στα κουτουρού.

    Большой русско-греческий словарь > потолок

  • 77 правда

    θ.
    1. αλήθεια•

    он всега говорит -у αυτός πάντοτε λέει την αλήθεια•

    сущая правда πραγματική αλήθεια•

    правда глаза колет παρμ. η αλήθεια είναι πικρή.

    || η σωστότητα (απόψεων κ.τ.τ.). || πραγματικότητα. || βλ. правота.
    2. δίκαιο, δικαιοσύνη•

    искать -у αναζητώ (γυρεύω) την αλήθεια.

    3. παλ. κώδικας, θεσμολόγιο.
    4. ω? κατηγ. είναι αλήθεια, σωστό, δίκαιο.
    5. παρνθ. λ. πραγματικά, αλήθεια. || ερωτηματικό αλήθεια; είναι δυνατόν,• не правда ли? δεν είναι αλήθεια;
    εκφρ.
    всеми -ами и неправдами – με όλα τα μέσα (θεμιτά και αθέμιτα)
    по -е говоря ή -у говоря ή сказать – (παρενθετικό) για να είμαι αληθής•
    по -е – τίμια, σωστά•
    правда-матка – αλήθεια πραγματική•
    - у-матку резать – (απλ.) ανοιχτά, καθαρά, σταράτα ειλικρινά•
    смотреть (глядеть) -е в глаза ή в лицо – αντικρίζω (εκτιμώ) την αλήθεια θαρρετά, ατάραχα, νηφάλια•
    что правда, то правда – η αλήθεια να λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > правда

  • 78 признать

    знаю, -знаешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. признанный, βρ: -нал, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (ανα)γνωρίζω•

    в этом наряде тебя не -аешь με τέτοια ενδυμασία είναι δύσκολο να σε γνωρίσει κανένας.

    2. παραδέχομαι, αναγνωρίζω•

    признать новое государство αναγνωρίζω το νέο κράτος.

    3. ομολογώ, παραδέχομαι•

    признать свою ошибку αναγνωρίζω το λάθος μου.

    || αποφαίνομαι, καθορίζω, βγάζω το συμπέρασμα, θεωρώ, λογίζω.
    1. αναγνωρίζω, παρο:δέχομαι, ομολογώ•

    признать в преступлении παραδέχομαι το έγκλημα μου•

    признать в воровстве παραδέχομαι ότι είμαι κλέφτης•

    -юсь το παραδέχομαι•

    он не -лся αυτός δεν το παραδέχτηκε.

    2. признать ή -аюсь (παρνθ. λ.) για ναείμαι ειλικρινής.
    εκφρ.
    признать сказать – για ναμιλήσω ειλικρινά•
    признать в любви – εξομολογούμαιτην αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > признать

  • 79 пример

    α.
    1. παράδειγμα• υπόδειγμα•

    мужества παράδειγμα ανδρείας•

    пояснить мысль примером διασαφηνίζω τη σκέψη με παράδειγμα•

    следовать чьему-л. пример ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου•

    по -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν•

    привести -φέρω παράδειγμα•

    пример великодушия παράδειγμα• μεγαλοψυχίας.

    2. (μαθ.) γύμνασμα.
    εκφρ.
    для -а – για παραδειγματισμό•
    к -у ή к -у сказать (ή говоря) – παραδείγματος χάρη•
    не в пример – α) αντίθετα, β) ασύγκριτα•
    брать (взять) пример с кого – παίρνω παράδειγμα από κάποιον, μιμούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > пример

  • 80 простить

    прощу, простишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прощённый, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.
    1. συγχωρώ•

    я этого ему не -щу αυτό δε θατου το συγχωρέσω•

    -иге меня συγχωρέστε με.

    2. μ. παλ. απαλλάσσω•

    простить долг απαλλάσσω απο το χρέος.

    3. (προστκ.) -йте! χαίρετε! έχετε γεια! αφήνω γεια!
    εκφρ.
    последнее прости сказать ή послать – (γραπ. λόγος) λέγωτο τελευταίο αντίο, αφήνω για πάντα•
    прости–прощайβλ. 3 σημ.
    αποχαιρετιέμαι με χειραψία. || αφήνω, εγκαταλείπω, χωρίζομαι. || συγχωριέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > простить

См. также в других словарях:

  • СКАЗАТЬ — скажу, скажешь, сов. 1. Сов. к говорить во 2 и 5 знач. «Я привык всегда и перед всеми говорить правду, – сказал он гордо.» Л.Толстой. «Какой это негодяй сказал тебе, что я старик?» Чехов. «Скажите, что вы меня разлюбили, что между нами все… …   Толковый словарь Ушакова

  • СКАЗАТЬ — СКАЗАТЬ, скажу, скажешь; сказанный; совер. 1. см. говорить. 2. скажем, вводн. Выражает допущение (разг.). Ну поезжай, скажем, завтра. 3. скажи (те), вводн. Выражает удивление, скажи(те) пожалуйста (разг.). Скажите, какой молодец! 4. скажешь!… …   Толковый словарь Ожегова

  • сказать — См. говорить бабушка надвое сказала, кстати сказать, легко сказать, признаться сказать, скажем, сказано, смех сказать, так сказать, шутка ли сказать... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские… …   Словарь синонимов

  • сказать — см. Береженого бог бережет...; Бывают в жизни злые шутки...; включите свет сказал...; ни фига; Но нет ее и выше...; «О’кей», сказал дед Мокей; пятачок; Сам то понял, что сказал?; Скажи, да покажи, да дай потрогать; Тебе скажи, ты и знать будешь …   Словарь русского арго

  • сказать — глаг., св., употр. наиб. часто Морфология: я скажу, ты скажешь, он/она/оно скажет, мы скажем, вы скажете, они скажут, скажи, скажите, сказал, сказала, сказало, сказали, сказавший, сказанный, сказав 2. см. нсв. говорить …   Толковый словарь Дмитриева

  • сказать — глупость сказать • вербализация правду сказать • вербализация сказать басом • действие, непрямой объект сказать большое спасибо • вербализация сказать вступительное слово • вербализация сказать глупость • вербализация сказать глухим голосом •… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • сказать —   Вот тебе и весь (или последний мой) сказ (разг.) выражение, употребляется в знач.: кончено, больше ничего не скажу, больше ничего не жди от меня.     Глупый ты вот тебе и сказ весь! Салтыков Щедрин.   Сказано сделано поговорка, употребляется 1) …   Фразеологический словарь русского языка

  • сказать — скажу/, ска/жешь; ска/занный; зан, а, о; св. см. тж. скажи, скажешь!, сказал!, скажет!, скажем 1) а) (нсв. говори/ть …   Словарь многих выражений

  • СКАЗАТЬ — Ни скажет, ни спляшет. Коми. О скромном, незаметном человеке. Кобелева, 76. Ничего не скажешь. Разг. Выражение согласия, подтверждения чего л. ФСРЯ, 426. Сказано – сделано. Разг. О точном, быстром выполнении какого л. поручения, обещания. БМС… …   Большой словарь русских поговорок

  • сказать — скажу, скажешь; сказанный; зан, а, о; св. 1. (нсв. говорить). (что). Выразить словесно мысли, мнения, сообщать (устно или письменно); произнести. С. своё мнение. С. правду. С. глупость, очередную банальность. Мне больше нечего с. С. речь; (разг.) …   Энциклопедический словарь

  • сказать — I.     ГОВОРИТЬ/СКАЗАТЬ     ГОВОРИТЬ/СКАЗАТЬ, выражаться/выразиться, объясняться/объясниться, устар., книжн. изъясняться/изъясниться II. говорение …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»