Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

про+себя

  • 1 себя

    себя (себе. собой, собою, о себе) τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.) ◇ владеть собой αυτοκυριαρχώ; подумать про \себя σκέφτομαι μέσα μου; прийти в \себя συνέρχομαι; вне \себя έξω φρενών
    * * *
    (себе, собой, собою, о себе)
    τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.)
    ••

    владе́ть собо́й — αυτοκυριαρχώ

    поду́мать про себя́ — σκέφτομαι μέσα μου

    прийти́ в себя́ — συνέρχομαι

    вне себя́ — έξω φρενών

    Русско-греческий словарь > себя

  • 2 про

    πρόθ. με αιτ. περί, για•

    про вас говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακολογούν•

    про него сочинили целую историю γι αυτόν έφτυχσα.ν ολόκληρη ιστορ ία•

    читай про себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)•

    я слышал про это άκουσα γι αυτό•

    про случай σε περίπτωση•

    про всякий случай για κάθε ενδεχόμενο.

    στην εκφρ. про и контра υπέρ και κατά.

    Большой русско-греческий словарь > про

  • 3 про

    про
    предлог с вин. п. γιά, περί:
    она мие про вас рассказывала αὐτή μοῦ μιλοῦσε γιά σᾶς· я слышал про это ἔχω ἀκούσει γι ' αὐτό· ◊ читать про себя διαβάζω ἀπό μέσα μου· про запас γιά ἐφεδρεία, γιά ρεζέρβα· ни за что ни про что разг χωρίς κανένα λόγο, στά καλά καθούμενα· это не про вас писано разг αὐτό δέν εἶναι γιά σας.

    Русско-новогреческий словарь > про

  • 4 себя

    себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•

    каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•

    каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•

    никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•

    он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•

    я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•

    судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•

    ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•

    он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.

    || (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•

    брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•

    за себя πίσω μου.

    || κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•

    она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•

    берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•

    присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•

    мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.

    εκφρ.
    к себе – σπίτι μου•
    себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•
    от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•
    по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•
    найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•
    оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•
    α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.
    β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•
    не в себе – εκτός εαυτού•
    не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•
    быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•
    собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•
    себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•
    сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•
    у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > себя

  • 5 знать

    ρ.δ.μ.
    1. μαθαίνω, πληροφορούμαι•

    -намерения противника μαθαίνω τις διαθέσεις του εχθρού•

    знать о родных μαθαίνω για τους συγγενείς.

    2. γνωρίζω, ξέρω•

    знать жизнь ξέρω τη ζωή•

    знать математику ξέρω μαθηματικά•

    знать действительность γνωρίζω την πραγματικότητα•

    русский язык ξέρω ρωσική γλώσσα.

    || μπορώ, δύναμαι•

    теперь знаю писать, читать τώρα μπορώ να γράφω, να διαβάζω.

    3. είμαι γνώριμος, γνωρίζομαι•

    я его знаю с детства γνωρίζομαι μ αυτόν από τα παιδικά χρόνια•

    лично γνωρίζω προσωπικά.

    || ξεχωρίζω από τους άλλους•

    собака меня -ет το σκυλί με γνωρίζει.

    4. καταλαβαίνω, εννοώ•

    я знаю зачем вы это говорите καταλαβαίνω γιατί το λέτε αυτό.

    5. δοκιμάζω•

    он не знал с детства ни ласка, ни радости αυτός δε γνώρισε από τα παιδικά του χρόνια ούτε χάδι, ούτε χαρά.

    6. ξέρεις, ξέρετε•

    я знатьешь, читал «Отверженные» В. Гюго εγώ, ξέρεις, διάβασα τους «Αθλιους» του Β. Ουγκό.

    εκφρ.
    знать меру – δείχνω μετριοπάθεια, είμαι στα όρια•
    знать совесть – δείχνω συνειδητότητα, έχω επίγνωση•
    знать своё место – ξέρω που βρίσκομαι, ξέρω τι κάνω• είμαι σεμνός•
    знать про себя – ξέρω μόνο εγώ (για μυστικό)•
    знать толк в чём; знать прок в чёмπαλ. ξέρω απο..., σκαμπάζω•
    знать цену – ξέρω τι αξίζει, σωστά εκτιμώ•
    граммотеπαλ. ξέρω γραφή και ανάγνωση, είμαι εγγράμματος•
    знать не знаю – δεν έχω ιδέα απ αυτά, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτά•
    не знать веку (ή износу) – αιώνιος, άφθαρτος, στερεός•
    не знать женщин – είμαι παρθένος•
    не знать сна, покоя, отдыха – δεν ξέρω τι θα πει ύπνος, ησυχία, ανάπαυση•
    не могу знать – δε μπορώ να καταλάβω•
    не знай себе – δεν ενδιαφέρεται για τίποτε άλλο παρά...•
    знай наших! – μάθε ποιοί (τι) είμαστε!•
    сам -ю; про это я -ю – γι αυτό ξέρω μόνος μου, είναι δική μου δουλειά•
    то и знай – διαρκώς, ακατάπαυστα•
    только и -ет, что... – τίποτε άλλο δεν κάνει παρά...
    - ем мы вас – σας ξέρομε (για δυσπιστία κ.τ.τ.)•
    как -ешь – όπως θέλεις•
    кто его -ет – ποιος τον ξέρει (είναι άγνωστο)•
    надо (ή пора) и честь – φτάνει, πρέπει να τελειώνομε πρέπει να φύγω•
    по наслышке знать – εχω ακουστά•
    я -ю с кем имею дело – ξέρω με ποιόν έχω να κάνω•
    я -ю, за ним много недостатков – ξέρω πως έχει πολλά ελαττώματα•
    как мне его не знать – πως να μην τον ξέρω•
    делайте как -ете – κάνετε όπως καταλαβαίνετε•
    я не знаю за собой никакой вины – δε θεωρώ τον εαυτό μου ένοχο για τίποτε•
    - ет кошка чьё мясо сьлаπαρμ. ξέρει ο μάστορας που θα καρφώσει το καρφί ή ξέρει η πάπια που είν' η λίμνη.
    γνωρίζομαι, αναπτύσσω (πιάνω) σχέσεις. || δοκιμάζω, παίρνω πείρα.
    όπως φαίνεται, κατά τα φαινόμενα•

    знать он не придёт όπως φαίνεται αυτός δε θα έρθει.

    θ.
    αριστοκρατία.

    Большой русско-греческий словарь > знать

  • 6 втайне

    втайне
    нареч μυστικά, κρυφά, κρυ-φίως, λαθραία, λάθρα/ ἐνδόμυχα, μέσα μου (про себя):
    смеяться \втайне γελῶ μέσα μου, κρυφογελώ.

    Русско-новогреческий словарь > втайне

  • 7 душа

    душ||а́
    ж
    1. ἡ ψυχή:
    добрейшая \душа ἀγαθώτατος ἄνθρωπος· редкой \душаи́ человек χρυσός ἄνθρωπος·
    2. (единица населения) τό ἄτομο[ν], ὁ κάτοικος / ὁ κολήγος, ὁ δουλοπάροικος, ἡ ψυχή (крепостной крестьянин):
    в нашей семье было пять душ ἡ οίκογένειά μας ἀποτελούνταν ἀπό πέντε ἀτομα (или ψυχές)· на душу населения κατ· ἄτομο· ◊ в глубине́ \душай ἐνδομύχως, στό βάθος τῆς καρδίας μου, στό βάθος τής ψυχής μου· вкладывать душу в дело δουλεύω μέ ὅλην μου τήν καρδιά· всеми силами своей \душай, всей \душао́й μέ ὅλην μου τήν καρδιά, μέ ὅλην μου τήν ψυχή, ὀλοψύχως· от всей \душай μέ ὅλην μου τήν καρδιά· \душао́й и телом ψυχή τε καί σώματι, ὁλόψυχα· петь с \душао́й τραγουδώ μέ αίσθημα· до глубины́ \душай ὡς τό βάθος τής καρδίας· говорить по \душаам μιλώ μέ ἀνοιχτή κάρδιἀ· \душа не лежит к кому-л., к чему́-л. δέν μπορώ νά συμπαθήσω κάποιον, δέν μέ τραβάει κάτι· это мне не по \душае αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει· \душа общества ἡ ψυχή τής παρέας· он был \душао́й этого дела ήταν ἡ ψυχή αὐτής τής δουλειάς· в \душае (про себя) νοερῶς, ἐνδομύχως, μέσα μου· стоять иад \душао́й στέκομαι πάνω ἀπό τό κεφάλι, ἐνοχλώ· у меня \душа в пятки ушла разг πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη· отвести́ ду́-шу ξαλαφρώνω, ξεσκάζω· излить ду́шу кому́-л. ἀνοίγω τήν καρδιά μου σέ κάποιον иметь что́-л. на \душае́ ἔχω βάρος στήν καρδιά· у него \душа нараспашку ἐϊναι ἀνοιχτόκαρδος ἄνθρωπος· с открытой \душао́й μέ ἀνοιχτή καρδιά, ἀνοιχτόκαρδά нет ни живой \душай δέν ὑπάρχει ψυχή· не иметь ни гроша за \душао́й δέν ἔχω δεκάρα, εἶμαι ἀπένταρος· кривить \душао́й ὑποκρίνομαι· вымотать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή· \душай не чаять в ко́м-л. разг ἀγαπώ πάρα πολύ, λατρεύω κάποιον сколько \душае угодно δσο τραβάει ἡ ψυχή σου· \душа болит καίγεται ἡ καρδιά μου· брать грех на душу παίρνω τό κρίμα ото λαιμό μου, παίρνω τήν ἀμαρτία· жить \душа в ду́шу ζώ ἀγαπημένα μέ κάποιον как бог на душу положит στά κουτουροῦ, τσάτρα πάτρα· отдать богу ду́шу παραδίδω τό πνεῦμα· чернильная \душа презр. ὁ γραφιάς, ὁ καλαμαράς, ὁ γραφειοκράτης· \душа моя! (в обращении) уст. ἀγαπητέ μου!

    Русско-новогреческий словарь > душа

  • 8 посмеиваться

    посмеиваться
    несов γελῶ:
    \посмеиваться про себя κρυφογελῶ.

    Русско-новогреческий словарь > посмеиваться

  • 9 читать

    чита||ть
    несов
    1. διαβάζω, ἀναγι(γ)νώ-σκω:
    \читать вслух διαβάζω δυνατά· \читать про себя διαβάζω μέ τόν νοῦ μού· \читать по слогам συλλαβίζω· бегло \читать διαβάζω ἐλεύθερα· \читать с листа муз. διαβάζω μουσική·
    2. (слушателям) ἀπαγγέλλω:
    \читать стихи ἀπαγγέλλω στίχους· -\читать доклад βγάζω λόγο· \читать лекции а) παραδίδω μαθήματα (в учебных заведениях), б) κάνω διαλέξεις (научно-популярные)· ◊ \читать ноти́ции μαλ-λώνω κάποιον, ἐπιπλήττω· \читать на чьем-л. лице... διαβάζω στό πρόσωπο κάποιου...· \читать мысли διαβάζω τίς σκέψεις κάποιου· \читать между строк διαβάζω μεταξύ τῶν γραμμών.

    Русско-новогреческий словарь > читать

  • 10 читать

    ρ.δ., μτχ. ενστ. читающий, παθ. μτχ. ενστ. читаемый, βρ: -таем, -а, -о παθ. μτχ. παρλθ. χρ. читанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. διαβάζω, αναγι(γ)νώσκω•

    читать газету διαβάζω εφημερίδα•

    читать книгу διαβάζω το βιβλίο•

    он не умеет читать αυτός δεν ξέρει να διαβάζει•

    читать вслух διαβάζω φωναχτά•

    читать по слогам διαβάζω συλλαβιστά•

    читать про себя διαβάζω με το νου μου•

    читать бегло διαβάζω ελεύθερα, φευγαλέα.

    2. κατανοώ, καταλαβαίνω (παρατηρώντας σχήματα, σημάδια)•

    читать чертежи διαβάζω τα σχέδια•

    читать ноты διαβάζω τις νότες.

    3. διαγιγνώσκω, διαβλέπω, διορώ•

    читать мысли διαβάζω τις σκέψεις.

    4. απαγγέλλω•

    читать стих απαγγέλλω ποίημα.

    || κηρύσσω• κάνω διάλεξη, μιλώ. || διδάσκω•

    он -ет в институте αυτός διδάσκει στο Ινστιτούτο.

    εκφρ.
    читать наставления ή правоучния, нотации) – νουθετώ, συνετίζω, κατηχώ, διαβάζω, παραινώ.
    διαβάζομαι•

    надпись -ется с трудом η επιγραφή διαβάζεται με δυσκολία (είναι δυσανάγνωστη)•

    роман –ется всеми το μυθιστόρημα διαβάζεται απ όλους•έχω διάθεση για διάβασμα•

    мне что-то не -ется κάπως δεν έχω διάθεση για διάβασμα.

    || διαγιγνώσκομαι, διαφαίνομαι, διαβλεπομαι.

    Большой русско-греческий словарь > читать

  • 11 чтение

    ουδ.
    1. ανάγνωση, διάβασμα•

    вслух ανάγνωση φωναχτά•

    чтение про себя διάβασμα με το νου•

    беглое чтение ελεύθερη (εύχερη)ανάγνωση•

    чтение чертежей διάβασμα (κατανόηση) των σχεδίων.

    2. το ανάγνωσμα.

    Большой русско-греческий словарь > чтение

См. также в других словарях:

  • про себя — про себя …   Орфографический словарь-справочник

  • про себя — См …   Словарь синонимов

  • про себя — про себя/ (тихо), нареч. Он любил петь про себя. Ср. предлог с местоим. : Не хотеть говорить про себя …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • про себя —   про себя/   Читать про себя …   Правописание трудных наречий

  • Про себя — СЕБЯ, себе, собой (собою), о себе, мест. возвр. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Про Себя — нареч. качеств. обстоят. 1. Тихо, еле слышно. отт. перен. Не высказывая вслух. 2. Употребляется как несогласованное определение. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Про себя — Разг. Экспрес. 1. Очень тихо, так, что еле слышно (говорить, читать). Чёрт же меня дернул связаться с девчонкой, бормотал он про себя (Тургенев. Бретёр) . Когда я счастлив, я непременно мурлыкаю что нибудь про себя (Достоевский. Белые ночи). 2.… …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • про себя — (не вслух). Читай про себя, не мешай мне …   Орфографический словарь русского языка

  • Про гостя хороше, а про себя поплоше. — Про гостя хороше, а про себя поплоше. См. ГОСТЬ ХЛЕБОСОЛЬСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Про себя знать (говорить) — СЕБЯ, себе, собой (собою), о себе, мест. возвр. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • про себя — про себ я …   Русский орфографический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»