Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

по+комнате

  • 1 есть

    есть I
    несов
    1. τρώγω:
    \есть за четверых разг τρώγω γιά δέκα·
    2. (выедать, разъедать) κατατρώγω, τρώγω (о ржавчине)! διαβιβρώσκω (о кислоте) / ἐρεθίζω, τσούζω (о дыме)· ◊ \есть поедо́м τρώγω κάποιον μέ τή γκρίνια μου· \есть глазами кого-л. τρώγω (κάποιον) μέ τά μάτια μου.
    есть II
    1. наст. вр. от быть 1.
    2. безл εἶναι, ἐχει, ὑπάρχει:
    в этой комнате \есть два окна αὐτό τό δωμάτιο ἔχει δύο παράθυρα· у меня \есть... (έγώ) ἔχω...· \есть надежда ὑπάρχει ἐλπίδα· ◊ что \есть силы μέ ὀλα μου τά δυνατά· так и \есть! ἔτσι εἶναι!, αὐτό εἶναι!
    есть III
    межд воен. разг μάλιστα!

    Русско-новогреческий словарь > есть

  • 2 заходить

    заходить
    1. сов (начать ходить) ἀρχίζω νά περπατώ, ἀρχίζω νά πηγαινοέρχομαι:
    \заходить по комнате πηγαινοέρχομαι μέσα στό δωμάτιο·
    2. несов (κ кому-л., куда-л.) πηγαίνω, περνώ ἀπό κάπου·
    3. несов (за кем-л., за чем-л.) ἐρχομαι (или πηγαίνω) κάπου νά πάρω:
    заходите за мной ἐλἄτε νά μέ πάρετε·
    4. несов (сворачивать) στρίβω, χάνομαι πίσω ἀπό...:
    \заходить за угол στρίβω στή γωνία·
    5. несов (закатываться) прям., перен δύω, βασιλεύω·
    6. несов воен.:\заходить с фланга ὑπερφαλαγγίζω· \заходить в тыл врага διεισδύω στά μετόπισθεν, μπαίνω στά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ· ◊ \заходить слишком далеко τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, τό παρατραβώ.

    Русско-новогреческий словарь > заходить

  • 3 зашагать

    зашагать
    сов ἀρχίζω νά βηματίζω, ἀρχίζω νά βαδίζω:
    быстро \зашагать ἀρχίζω νά βαδίζω γρήγορα· \зашагать по комнате πηγαινοέρχομαι (или βηματίζω) στό δωμάτιο..

    Русско-новогреческий словарь > зашагать

  • 4 пусто

    пусто
    предик безл (переводится личным оборотом) εἶμαι ἄδειος, εἶμαι ἔρη-μος:
    в комнате \пусто τό δωμάτιο ἡταν ἄδειο· ◊ чтоб ему \пусто -было! πού νά τόν πάρει ὁ διάβολος!

    Русско-новогреческий словарь > пусто

  • 5 расхаживать

    расхаживать
    несов πηγαινοέρχομαι/ σουλατσάρω (по улице и т. п.):
    \расхаживать по комнате πηγαινοέρχομαι στό δωμάτιο· \расхаживать взад и вперед πηγαινοέρχομαι.

    Русско-новогреческий словарь > расхаживать

  • 6 светло

    светло
    1. нареч εἶναι ἀκόμα μέρα, φέγγει ἀκόμα·
    2. предик безл:
    мне \светло ἐγώ βλέπω ἀκόμα· в комнате \светло στό δωμάτιο ἐχει φως.

    Русско-новогреческий словарь > светло

  • 7 стоять

    сто||ять
    несов
    1. στέκομαι, στέκω, ἰσ-ταμαι:
    \стоять на коленях στέκομαι γονατιστός, γονατίζω· \стоять на четвереньках στέκομαι στά τέσσερα· \стоять на цыпочках στέκω στά νύχια (или στίς μύτες) τῶν ποδιών \стоять на ногах прям., перен στέκομαι στά πόδια μου, ὁρθοποδώ·
    2. (находиться) είμαι, βρίσκομαι:
    дом \стоятьит у реки τό σπίτι εἶναι δίπλα στό ποτάμι· стол \стоятьит в комнате τό τραπέζι εἶναι στό δωμάτιο· \стоять на якоре εἶμαι ἀγκυροβολημένος, εἶμαι ἀραγμένος· \стоять на часах φυλάγω σκοπός·
    3. (быть) είμαι:
    \стоять на повестке дня εἶμαι στήν ἡμερησία διάταξη· \стоятьит плохая погода κάνει ἄσχημο καιρό· \стоять на страже ми́ра περιφρουρώ τήν είρήνη·
    4. (быть неподвижным) στέκομαι:
    поезд \стоятьи́т пять мииу́т τό τραίνο στέκεται πέντε λεπτά·
    5. (находиться в бездействии) εἶμαι σταματημένος, στέκομαι:
    часы \стоятьят τό ρολόγι σταμάτησε· работа \стоятьит ἡ δουλειά στέκεται·
    6. (квартировать, жить) уст. σταθμεύω, κατοικώ:
    \стоять лагерем στρατοπεδεύω, κατασκηνω·
    7. (защищать) ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι:
    \стоять за дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής είρήνης· \стоять горой за кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον μέ πάθος·
    8. (настаивать) ἐπιμένω, ἐμμένω:
    \стоять на своем ἐπιμένω στήν γνώμη μου· ◊ \стоять над душой (у кого-л.) разг γίνομαι τσιμπούρι· \стоять насмерть ὑπερασπίζομαι μέχρι θανάτου· \стоять· у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία· \стоять во главе чего́-л. εἶμαι ἐπί κεφα-λής.

    Русско-новогреческий словарь > стоять

  • 8 тепло

    тепл||о I
    с ἡ ζέστη, ἡ ζεστασιά, ἡ θερμότητα:
    количество \теплоа τό ποσό θερμό-τητος· сегодня десять градусов \теплоа ἡ θερμοκρασία εἶναι σήμερα δέκα βαθμοί πάνω ἀπό τό μηδέν сидеть в \теплое κάθομαι στή ζεστασιά.
    тепло II
    1. нареч ζεστά/ перен θερμά, ἐνθερμα, ἐγκάρδια:
    одеваться \тепло ντύνομαι ζεστά· \тепло встретить кого-л. ὑποδέχομαι κάποιον θερμά·
    2. предик безл κάνει ζέστη/ αἰσθάνομαι θαλπωρή, νοιώθω ζεστασιά:
    в комнате \тепло στό δωμάτιο κάνει ζέστη· сегодня \тепло σήμερα εἶναι ζεστή μέρα· мне \тепло ζεσταίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > тепло

  • 9 тихо

    тихо
    1. нареч (негромко) σιγά, σιγανά, χαμηλόφωνα:
    \тихо говорить (читать) (ό)μιλω (διαβάζω) σιγά·
    2. нареч (спокойно) ήσυχα:
    \тихо, не торопись! ήσυχα, μή βιάζεσαι!· \тихо вести себя (о детях) εἶμαι φρόνιμος, εἶμαι ήσυχος·
    3. нареч (медленно) ἀργά, σιγά·
    4. предик безл ε ἶναι ήσυχία:
    в комнате \тихо στό δωμάτιο εἶναι ήσυχία· кругом было \тихо · \тихо τριγύρω ήταν ἀπόλυτη ήσυχία·
    5. предик безл (о погоде и т. п.) εἶναι ήρεμία, εἶναι γαλήνη.

    Русско-новогреческий словарь > тихо

  • 10 влажно

    επίρ.
    υγρώς. || (ως κατηγ.) είναι υγρός, υπάρχει υγρασία•

    у меня в комнате -το δωμάτιο μου είναι υγρό.

    Большой русско-греческий словарь > влажно

  • 11 грязно

    επίρ.
    λασπωμένα, λερωμένα. || ως κατηγ. είναι λασπωμένος, λερωμένος•

    в комнате грязно το δωμάτιο είναι λερωμένο.

    Большой русско-греческий словарь > грязно

  • 12 дымно

    1. επίρ. με καπνό• καπνίζοντας.
    2. ως κατηγ. είναι, υπάρχει καπνός•

    в комнате было дымно το δωμάτιο ήταν γεμάτο καπνό.

    Большой русско-греческий словарь > дымно

  • 13 жарко

    1. επίρ. θερμά, καυτερά κλπ., επ.
    2. ως κατηγ. είναι ζέστα•

    в комнате жарко στο δωμάτιο είναι, ζέστα.

    || αισθάνομαι, ζέστη•

    мне было, я снял пальто αισθανόμουν ζέστη, έβγαλα το πανωφόρι.

    Большой русско-греческий словарь > жарко

  • 14 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 15 накуренный

    επ. από μτχ.
    με σημ. κατηγ. накурено γέμισε καπνό•

    в комнате накурено το δωμάτιο γέμισε καπνό.

    Большой русско-греческий словарь > накуренный

  • 16 накурить

    -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. накуренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    (με οργν.)|.
    1. καπνίζω, γεμίζω με καπνό τσιγάρων, ανταριάζω με το κάπνισμα•

    накурить в комнате ανταριάζω το δωμάτιο με το κάπνισμα•

    как здесь накурено! πως αντάριασε εδώ από το κάπνισμα!

    2. καίω αρωματική ουσία•

    накурить ладаном λιβανίζω.

    3. (με σημ. πολύ) αποστάζω, βγάζω με απόσταξη.
    καπνίζω πολύ.

    Большой русско-греческий словарь > накурить

  • 17 нежарко

    επίρ.
    ως κατηγ. δεν είναι (δεν κάνει) πολύ ζέστη•

    в комнате нежарко στο δωμάτιο δεν κάνει πολύ ζέστη.

    Большой русско-греческий словарь > нежарко

  • 18 особенный

    επ.
    1. ιδιαίτερος, ιδιάζων, εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος•

    особенный способ ιδιαίτερος τρόπος•

    это особенный человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος•

    -ые причины ιδιαίτεροι λόγοι•

    -ое свойство ιδιαίτερη ιδιότητα•

    ничего -ого нет τίποτε το ιδιαίτερο.

    2. παλ. ξεχωριστός•

    он жил в -ой комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο.

    || ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος.

    Большой русско-греческий словарь > особенный

  • 19 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 20 подмести

    ρ.σ. σκουπίζω, σαρώνω•

    подмести комнату σκουπίζω το δωμάτιο•

    подмести в комнате σκουπίζω στο δωμάτιο•

    подмести на двор σκουπίζω στην αυλή.

    || καθαρίζω, μαζεύω, πετώ τα σκουπίδια.

    Большой русско-греческий словарь > подмести

См. также в других словарях:

  • Соседи по комнате (фильм) — Соседи по комнате Roommates Жанр …   Википедия

  • Женщина в комнате — The Woman in the Room Жанр триллер, ужасы, драма Режиссёр Фрэнк Дарабонт В главных ролях …   Википедия

  • Убийство в закрытой комнате — Шерлок Холмс за разгадкой убийства в запертой комнате (рассказ «Пёстрая лента», 1892) Убийство в закрытой комнате (убийство в запертой комнате)  распространённая в детективной прозе ситуация, когда убийство ( …   Википедия

  • Соседка по комнате — The Roommate Жанр др …   Википедия

  • Самый умный в этой комнате — Связать? Самый умный в этой комнате …   Википедия

  • Enron. Самые смышлёные парни в этой комнате — Enron: The Smartest Guys in the Room …   Википедия

  • "Сижу я в комнате старинной" — «СИЖУ Я В КОМНАТЕ СТАРИННОЙ», раннее стих. Л. (1831), в к ром нашли отражение события, связанные с пребыванием поэта в Середникове летом 1831. По свидетельству П. А. Висковатого (осн. на рассказах А. Д. Столыпина), Л., «...много и серьезно читая …   Лермонтовская энциклопедия

  • рабочее место в чистой комнате — švariosios patalpos darbo vieta statusas T sritis radioelektronika atitikmenys: angl. clean room workstation vok. Reinraumarbeitsplatz, m rus. рабочее место в чистой комнате, n pranc. poste de travail dans la salle blanche, m …   Radioelektronikos terminų žodynas

  • рабочий стол в чистой комнате — švariosios patalpos darbastalis statusas T sritis radioelektronika atitikmenys: angl. clean room bench vok. Reinraumarbeitstisch, m rus. рабочий стол в чистой комнате, n pranc. banc dans la salle blanche, m …   Radioelektronikos terminų žodynas

  • Соседи по комнате — …   Википедия

  • ДЕЖУРНЫЙ (ПО ВЫДАЧЕ СПРАВОК, ЗАЛУ, ЭТАЖУ ГОСТИНИЦЫ, КОМНАТЕ ОТДЫХА, ОБЩЕЖИТИЮ И ДР.) — Должностные обязанности. Осуществляет прием клиентов, их регистрацию, расчеты за предоставленные услуги. Оформляет необходимую документацию при работе с клиентами, производит выписки и хранит в соответствующем порядке относящиеся к работе… …   Квалификационный справочник должностей руководителей, специалистов и других служащих

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»