Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+был+в

  • 61 когда-то

    επίρ.
    κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•

    когда-то он был богат κάποτε ήταν πλούσιος•

    когда-то ещё он вернётся μια μέρα θα γυρίσει.

    Большой русско-греческий словарь > когда-то

  • 62 кто

    αντων.
    1. ερωτ. ποιος, ποια, ποιο•

    это кто сделал? ποιος το έκαμε αυτό;•

    кто идёт? ποιος έρχεται;•

    кто там ποιος είν εκεί;•

    о ком вы говорите? για ποιόν μιλάτε;•

    кто кого (одолеет)? ποιος ποιόν (θα υπερνικήσει);

    2. ο ένας, ο άλλος, ο (οι) μεν, ο (οι) δε•

    кто читает, кто рисует ο ένας διαβάζει, ο άλλος σχεδιάζει•

    кто куда άλλος προς τα δω, άλλος προς τα κει•

    кто где ο ένας εδώ, ο άλλος εκεί•

    кто что любит ο καθένας ό,τι αγαπά ή με το γούστο του.

    3. αόρ. κάποιος, κανένας•

    если кто придёт, скажи, что я на службе αν κάποιος έρθει, πες πως είμαι υπηρεσία•

    не кто иной, как... κανένας άλλος, παρά...

    4. αναφρ. όποιος•

    тот кто ослушается, будет наказан όποιος δε θα υπακούσει, θα τιμωρηθεί.

    εκφρ.
    кто как – ο καθένας με το δικό του τρόπο ή όπως θέλει•
    кто что – όποιος όποιο η ό,τι•
    кто-кто, а... – ποιός-ποιός, όμως...• кого-кого, а... ποιόν-ποιόν, όμως...• кто бы ни был όποιος και να είναι, αδιάφορο ποιος•
    кто ни на есть – καθένας, οποιοσδήποτε, όποιος και να είναι•
    хоть кого – οποιονδήποτε•
    спасайся кто может! – ο σώζων εαυτόν σωθήτω!
    кто в лес кто по дрова – ο καθένας το χαβά του ή το βιολί του.

    Большой русско-греческий словарь > кто

  • 63 набить

    -бью, -бьшь, προστκ. набей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. γεμίζω, πληρώ στουπώνω•

    набить подушку пухом γεμίζω το προσκέφαλο με πούπουλα•

    чучело соломой γεμίζω το σκιάχτρο με άχυρα•

    набить трубку табаком γεμίζω το τσιμπούκι με καπνό.

    2. μπήγω, χτυπώ•

    набить гво3ды в стену χτυπώ καρφιά στον τοίχο•

    набить сваи μπήγω πασσάλους.

    3. βάζω, περνώ χτυπώντας•

    набить обручи на кадку περνώ στεφάνια στο καδί.

    4. βλάπτω μέλος του σώματος με χτύπημα ή τριβή•

    набить плечо πληγιάζω τον ώμο με το τρίψιμο•

    набить шишку на лбу κάνω καρούμπαλο στο μέτωπο•

    пусть бга-ет, ноги забьт ας τρέχει, τα πόδια θα του πονέσουν.

    5. πατώ, κάνω συνεκτικό•

    путь был набит ο δρόμος ήταν πατημένος.

    6. τυπώνω σχέδια σε ύφασμα.
    7. σκοτώνω, φονεύω πολλούς, -ές, -ά•

    набить уток σκοτώνω πολλά παπιά.

    || ρίχνω, ραβδίζω(σε μεγάλη ποσότητα)•

    набить желудей с дуба ρίχνω κάτω πολλά βαλανίδια από τη βαλανιδιά.

    8. σπάζω (πολλά)•
    9. παρασύρω, ρίχνω•

    набить к берегу παρασέρνω στην ακτή.

    10. χτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ
    εκφρ.
    набить кармам – φουσκώνω τη τσέπη χρήματα (πλουτίζω)•
    набить мошну – γεμίζω το πουγγί χρήματα (θησαυρίζω)•
    набить руку – εξασκούμαι, αποκτώ πείρα, τρίβομαι•
    набить себе цену – επιδείχνομαι•
    набить цену – αυξαίνω την τιμή, υπερτιμώ.
    1. γεμίζω, πληρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. επιζητώ, αναζητώ, επιδιώκω•

    на дружбу набить επιδιώκω τη φιλία με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > набить

  • 64 наказать

    -калу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наказанный, βρ: -зан, -а -о
    ρ.σ.μ.
    τιμωρώ• κολάζω•

    наказать преступников τιμωρώ τους εγκληματίες•

    наказать по васлугам τιμωρώ όπως αξίζει•

    наказать строго τιμωρώ αυστηρά•

    наказать виновных τιμωρώ τους ενόχους.

    || βάζω σε έξοδα, ξοόεύω.
    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.
    (με δοτ.)• παραγγέλλω συνιστώ, συστήνω•

    -жите ему, чтобы был осторожнее συστήστε του να είναι προσεκτικότερος.

    Большой русско-греческий словарь > наказать

  • 65 накануне

    επίρ. κ. πρόθ.
    την παραμονή την προηγούμενη, την προτεραία•

    накануне праздника την; παραμονή της γιορτής•

    накануне он был совсем здоров την προηγούμενη (μέρα) αυτός ήταν υγιέστατος.

    || στα πρόθυρα, κοντά, πλησίον.

    Большой русско-греческий словарь > накануне

  • 66 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 67 настолько

    επίρ.
    τόσο, τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό ή σημείο•

    он был настолько умн, что сразу всё понял ήταν τόσο έξυπνος, που αμέσως τα κατάλαβε όλα•

    он настолько изменился, что нельзя его узнать άλλαξε τόσο πολύ, που δεν μπορείς να τον γνωρίσεις• -..., насколько τόσο..., όσο•

    я не настолько наивен, чтобы ему поверить δεν είμαι τόσο αφελής, ώστε να τον πιστέψω.

    Большой русско-греческий словарь > настолько

  • 68 начальство

    ουδ.
    οι διοικητές, οι προϊστάμενοι, η διοίκηση, η προϊσταμένη αρχή, η διεύθυνση•

    тюремное начальство η διεύθυνση της φυλακής•

    собралось всё начальство συγκεντρώθηκαν όλοι οι διοικητές.

    || προϊστάμενος•

    он был моим -ом αυτός ήταν προϊστάμενος μου.

    βλ. начальствование.
    εκφρ.
    по -у доносить – αναφέρω στην προϊσταμένη αρχή ή στον προϊστάμενο.

    Большой русско-греческий словарь > начальство

  • 69 невменяемый

    επ., βρ: -яем, -а, -о
    ανεύθυνος, αναίτιος, ανυπαίτιος ακαταλόγιστος,παράφορος•

    он был -яем от гнева αυτός δεν ήξερε τι έκανε από το θυμό του•

    он стал со-всм -яем αυτός έγινε έξαλλος•

    невменяемый поступок άφρονη πράξη ή συμπεριφορά.

    Большой русско-греческий словарь > невменяемый

  • 70 нельзя

    επίρ.
    με σημ. κατηγ.
    1. δεν είναι δυνατόν δεν υπάρχουν δυνατότητες δεν μπορεί είναι αδύνατον•

    этого нельзя сделать αυτό είναι αδύνατο να γίνει.

    2. δεν κάνει, δεν πρέπει δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται•

    здесь курить нельзя εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα•

    употреблять такие слова δεν πρέπει να χρησιμοποιείς (να λες) τέτοιες λέξεις.

    εκφρ.
    нельзя ли – δεν επιτρέπεται;
    επιτρέψτε•
    нельзя не – δεν μπορεί να μη•
    нельзя сказать, чтобы... – δεν μπορείς να πεις ότι... нельзя сказать, чтобы он был прав δεν μπορείς να πεις ότι αυτός είχε δίκαιο•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα.

    Большой русско-греческий словарь > нельзя

  • 71 неспокойный

    επ., βρ: -оен, -оина, -ойно;
    1. ανήσυχος, ταραγμένος•

    отец был -оен ο πατέρας ήταν ανήσυχος•

    неспокойный взгляд ανήσυχη ματιά.

    || αεικίνητος•

    неспокойный жеребец ασταμάτητο πουλαράκι.

    2. ταραχώδης, πολυτάραχος, τρικυμιώδης•

    -ая жизнь πολυτάραχη ζωή.

    3. (για καιρό) άστατος.

    Большой русско-греческий словарь > неспокойный

  • 72 нипочём

    επίρ.
    1. για τίποτε• πάμφτηνα•

    он продал нипочём αυτός πούλησε πάμφτηνα.

    2. ως κατηγ. δεν είναι τίποτε, είναι εύκολο ή παιγνίδι•

    всякий труд для них был нипочём οποιαδήποτε δουλειά γι αυτούς ήταν παιγνίδι•

    ему нипочём со-лгить αυτός ψεύδεται χωρίς να ντρέπεται•

    ему всё нипочём αυτός όλα τα θεωρεί για τίποτε.

    3. σε καμιά περίπτωση, επ ουδενί λόγω•

    нипочём не допустим σε καμιά περίπτωση δε θα επιτρέψομε.

    Большой русско-греческий словарь > нипочём

  • 73 обильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. άφθονος, μπόλικος, πολύς•

    обильный снег μπόλικο χιόνι•

    обильный дождь άφθονη βροχή.

    || πλούσιος, υπεραρκετός•

    обильный обед πλούσιο γεύμα•

    обильный урожай πλούσια σοδειά.

    2. πλήρης, γεμάτος•

    сегодняшний день был -ен событиями η σημερινή μέρα ήταν γεμάτη γεγονότα.

    Большой русско-греческий словарь > обильный

  • 74 оторвать

    -рву, -рвшь, παρλθ. χρ. оторвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оторванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κόβω, αποκόπτω τραβώντας, τεντώνοντας•

    оторвать нитку κόβω την κλωστή•

    оторвать пуговицу κόβω το κουμπί.

    || κόβω, αποκόπτω•

    снарядом -ло ногу το βλήμα του έκοψε το πόδι•

    машиной -ло руку η μηχανή του έκοψε το χέρι.

    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) αποσπώ, παίρνω, (απο)τραβώ.
    3. χωρίζω•

    оторвать дети от матери αποσπώ τα παιδιά από τη μάνα.

    || μτφ. απομακρύνω, απομονώνω, ξεκόβω•

    он был оторван от жизни ήταν ξεκομμένος από τη ζωή.

    εκφρ.
    оторвать от себя – κόβω από τον εαυτόμου (στερώ τον εαυτό μου)•
    с руками оторвать – (απλ.) αρπάζω, αποσπώ (με τα χέρια) κάτι αξιοζήλευτο.
    1. αποκόπτομαι, κόβομαι. || κυρλξ. κ. μτφ. αποσπώμαι. || ξεκολλώ.
    2. μτφ. ξεκόβομαι, απομονώνομαι•

    оторвать от масс ξεκόβομαι από τις μάζες•

    оторвать от жизни ξεκόβομαι από τη ζωή.

    3. αφίπταμαι, αποσπώμαι•

    самолёт оторватьлся от земли το αεροπλάνο απογειώθηκε.

    εκφρ.
    сердце -лось; -лось в сердце (в груди)βλ. έκφραση στη λ. оборваться.

    Большой русско-греческий словарь > оторвать

  • 75 отыграть

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отыгранный, βρ: -гран, -а, -о.
    1. ξανακερδίζω•

    отыграть свой деньги ξανακερδίζω τα χρήματα μου.

    (αθλτ.) παίρνω από τον αντίπαλο•

    я -ал у него мяч εγώ του πήρα τη μπάλα.

    2. τελειώνω το παιγνίδι•

    мы уже -ли εμείς πια τελειώσαμε το παιγνίδι.

    1. ξανακερδίζω.
    2. μτφ. γλυτώνω•

    -лся тем, что он • был болен τη γλύτωσε γιατί ήταν άρρωστος•

    -лся словами τη γλύτωσε με τα λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > отыграть

  • 76 переворот

    α.
    1. απότομη στροφή, αλλαγή ανατροπή• επανάσταση•

    переворот в науке επανάσταση• στην επιστήμη.

    2. πραξικόπημα•

    государственный переворот κρατικό πραξικόπημα•

    был совершн ή совершился переворот έγινε πραξικόπημα.

    3. αναστροφή.

    Большой русско-греческий словарь > переворот

  • 77 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 78 приковать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. πρίί•

    приковать кованный, βρ: -вал, -а, -о

    1. (κυρλζ. κ. μτφ.) καρφώνω, καθηλώνω•

    прометей был -ван к скале ο Προμηθέας καρφώθηκε στο βράχο•

    болезнь -ла его к постели η άρρωστεια τον καθήλωσε στο κρεβάτι.

    || αλυσοδένω• στερεώνω.
    2. μτφ. τραβώ, προσελκύω•

    приковать к себе всеобщее внимание τραβώ τη γενική προσοχή.

    εκφρ.
    прикованный прометей – ο Προμηθέας δεσμώτης.
    καρφώνομαι, καθηλώνομαι κλπ., ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > приковать

  • 79 пустой

    επ., βρ: пуст, -а, -о.
    1. άδειος, κενός• κούφιος•

    -ая бочка άδειο βαρέλι•

    -ая коробка άδειο κουτάκι•

    пустой чемодан άδεια βαλίτσα.

    || ακατοίκητος•

    пустой дом ακατοίκητο σπίτι.

    || ελεύθερος•

    у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.

    || ακαρύκευτος, ανάρτυτος•

    -ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).

    2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.
    3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•

    -ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.

    || ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.
    4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.
    5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.
    εκφρ.
    - ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•
    с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•
    уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•
    - ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.

    Большой русско-греческий словарь > пустой

  • 80 пьяный

    επ.
    1. μεθυσμένος, πιομένος, σουρωμένος, τραβηγμένος.
    ουσ. μέθυσος, μεθύατάκας.
    2. μεθυστικός, του μεθυσμένου•

    -ые крики οι φωνές (κραυγές) του μεθυσμένου.

    || που επιφέρει μέθη•

    -ое вино μεθυστικό κρασί.

    3. μτφ. κατεχόμενος από πάθος•

    он был пьян любовью ήταν μεθυσμένος από αγάπη•

    она пьяна от радости αυτή είναι μεθυσμένη από χαρά.

    εκφρ.
    с -ых глаз; под -ую руку, по -ой лавочке; по -ому делу – στη μέθη, όντας μεθυσμένος.

    Большой русско-греческий словарь > пьяный

См. также в других словарях:

  • был в близких отношениях — прил., кол во синонимов: 31 • был в дружбе (17) • был в дружеских отношениях (18) • …   Словарь синонимов

  • был в дружбе — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружеских отношениях (18) • …   Словарь синонимов

  • был в дружеских отношениях — прил., кол во синонимов: 18 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в коротких отношениях — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в приятельских отношениях — прил., кол во синонимов: 19 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в товарищеских отношениях — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был на дружеской ноге — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был на короткой ноге — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был накоротке — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был не по вкусу — прил., кол во синонимов: 11 • был не по душе (11) • был не по мысли (10) • был не по нем …   Словарь синонимов

  • был не по душе — прил., кол во синонимов: 11 • был не по вкусу (11) • был не по мысли (10) • был не по нем …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»