Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

он+был+в

  • 41 веяние

    ουδ.
    1. πνοή, φύσημα. || επίδραση, επιρροή•

    он был отголоском чужих веяний αυτός ήταν φορέας ξένων ιδεών (φερέφωνο άλλων).

    2. λίχνισμα•

    веяние ржи λίχνισμα της βρίζας.

    Большой русско-греческий словарь > веяние

  • 42 взять

    возьму, возьмёшь, παρλθ. χρ. взял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взятый, βρ: взят, -а, -о, ρ.σ.
    1. βλ. брать.
    2. συλλαμβάνω, πιάνω•

    преступник был взят полицией ο εγκληματίας πιάστηκε από την αστυνομία.

    βλ. браться.
    εκφρ.
    откуда ни возьмись – απρόοπτα, ξαφνικά, ανεπάντεχα, άγνωστο από που.

    Большой русско-греческий словарь > взять

  • 43 вкус

    α.
    1. γεύση•

    горький вкус πικρή γεύση•

    кислый вкус ξυνή γεύση•

    органы -а τα όργανα της γεύσης•

    приятный вкус ευχάριστη γεύση•

    пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.

    2. κλίση, τάση•

    вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.

    || γούστο, αρέσκεια•

    на мой вкус κατά το γούστο μου•

    он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•

    у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•

    приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•

    это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.

    3. τρόπος, στυλ•

    ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.

    εκφρ.
    о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•
    войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•
    входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση.

    Большой русско-греческий словарь > вкус

  • 44 внимательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    1. προσεχτικός•

    внимательный наблюдатель προσεχτικός παρατηρητής•

    внимательный ученик προσεχτικός μαθητής.

    2. (για τρόπους) ευγενής, αβρός, λεπτός•

    хозяин был -лен ко всем ο νοικοκύρης ήταν ευγενικός σ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > внимательный

  • 45 вправе

    1. επίρ. δικαιολογημένα•

    он был вправе наказать его δικαιολογημένα αυτός τον τιμώρησε.

    2. επίρ. παλ. προς τα δεξιά.

    Большой русско-греческий словарь > вправе

  • 46 выбыть

    -буду, -будешь
    ρ.σ.
    απέρχομαι, αναχωρώ, φεύγω•

    он -был из города αυτός έφυγε από την πόλη•

    она -была из школы αυτή έφυγε (διαγράφηκε) από το σχολείο•

    выбыть из списков διαγράφομαι (σβήνομαι) από τους καταλόγους•

    команда -была из игры η ομάδα βγήκε από το παιγνίδι.

    Большой русско-греческий словарь > выбыть

  • 47 выпивши

    επιρ. μτχ. ενώ ήταν πιομένος. || σαν κατηγ. πιομένος•

    он был сильно выпивши αυτός ήταν παραπιομένος, σκνίπα, στουπί στο μεθύσι.

    Большой русско-греческий словарь > выпивши

  • 48 выработать

    ρ.σ.μ.
    1. παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω. || καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ. || μτφ. καλλιεργώ, δουλεύω. || μτφ. διαπαιδαγωγώ, αναπτύσσω, διαμορφώνω•

    выработать выдержку и настойчивость διαπαιδαγωγώ στην καοτερία και υπομονή.

    || εξασκώ•

    выработать лошадь εξασκώ το άλογο.

    2. επεξεργάζομαι, εκπονώ, δουλεύω.
    3. βγάζω χρήματα, κερδίζω.
    4. εξαντλώ•

    рудник был -ан το μεταλλείο εξαντλήθηκε.

    1. επεξεργάζομαι• εκπονούμαι. || γίνομαι, καθίσταμαι, διαμορφώνομαι.
    2. (για μεταλλεία) εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выработать

  • 49 гроза

    θ., πλθ. грозы.
    1. αστραπόβροντο, αστροπελέκι. || μτφ. γεγονότα θυελλώδη, συνταρακτικά, κοινωνικό τράνταγμα, μπόρα.
    2. δυστυχία, κακό• κίνδυνος.
    3. τρόμος, φόβητρο•

    он был -ого нашего района αυτός ήταν το φόβητρο της περιοχής μας.

    4. (απλ.) απειλή, φοβέρα.

    Большой русско-греческий словарь > гроза

  • 50 давненько

    επίρ.
    έχω καιρό•

    давненько я у вас не был καιρό έχω να σας επισκεφτώ.

    Большой русско-греческий словарь > давненько

  • 51 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 52 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 53 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 54 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 55 зачать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. зачал
    -ла, -ло
    ρ.σ.μ. πιάνω, συλλαμβάνω, μένω έγκυα•

    зачать сына, дочь πιάνω αγόρι, κορίτσι.• сын был зачат в ночь το παιδί πιάστηκε τη νύχτα.

    πιάνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.
    (απλ.) αρχίζω, κάνω αρχή.
    αρχίζω, κάνω αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > зачать

  • 56 и

    и 1
    ουδ.
    άκλ. είναι το δέκατο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου και αντιστοιχεί με την προφορά των ελληνικών «ι».
    и 2
    1. συμπλκ. και• συνδέει ομογενή μέλη της πρότασης, προτάσεις ή και ξεχωριστές λέξεις•

    я работаю и учусь εργάζομαι και σπουδάζω•

    я и ты εγώ και συ•

    отец и мать ο πατέρας και η μητέρα•

    стыд и срам ντροπή και αίσχος•

    был дал сигнал и раздался залп δόθηκε το σύνθημα και ακούστηκε η ομοβροντία.

    2. επιτακτικός (της ακόλουθης λέξης)• ακόμα, όλο και•

    метель становилась сильнее и сильнее η χιονοθύελλα γινόταν όλο και δυνατότερη.

    3. εναντιωματικός• αν και, μολονότι•

    мы и пошли, да нас не пустили αν και πήγαμε, (όμως) δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα.

    4 αντιθετικός• όμως, αλλά•

    он обещал прийти и не пришёл αυτός υποσχέθηκε πως θα έρθει, όμως δεν ήρθε ή και δεν ήρθε.

    5. επιτακτικός-εμφαντικός• και•

    и как ты добрался до сюда? και πως κατόρθωσες να φτάσεις ως εδώ;

    6. μόριο• επίσης, το ίδιο•

    и в этом случае экономика играет главную роль κι εδώ η οικονομία παίζει τον κύριο ρολό.

    || ακόμα•

    не хочу и доброй ночи пожелать тебе δε θέλω ακόμα να σου πώ (ευχηθώ) καληνύχτα.

    7. επιφώνημα σε ένδειξη ασυμφωνίας η σε μεγάλο βαθμό• ίιι, πω-πω-πω•

    и-и-и, какой вздор! ίιι τι ανοησία!•

    и-и-и сколько много! πω-πω-πω τι πολλά! ή πολύ!

    Большой русско-греческий словарь > и

  • 57 избыть

    -буду, -будешь, παρλθ. χρ. -был, -ла, -ло, προστκ. -будь
    ρ.σ.μ.
    παλ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω избыть απαλλάσσομαι από τη στενοχώρια.
    παλ. παλιώνω, αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > избыть

  • 58 изгадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изгаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. (απλ) μαγαρίζω, λερώνω με τα κόπρανα. || καταλερώνω, καταλεκιάζω,
    μτφ. χαλνώ, φθείρω.
    λερώνομαι, λεκιάζομαι. || χαλνώ, γίνομαι κακός•

    был мальчик хороший, а теперь -лся ήταν καλό παιδί, αλλά τώρα χάλασε.

    Большой русско-греческий словарь > изгадить

  • 59 какой

    αντων.
    1. (ερωτηματική) ποιος; τι;
    какой ваш любимый цвет? ποιο χρώμα σας αρέσει περισαότερο;•

    -го вы мнения о нём τι γνώμη έχετε γι αυτόν;•

    -ая нужда мне знать τι ανάγκη έχω να ξέρω•

    к -ому выводу пришли? Σε τι συμπέρασμα κατα/.ήζατε;•

    -ая польза мне от этого? τι ωφέλεια έχω εγώ απ αυτό;

    2. (περιφρονητικά) τι, τι είδους•

    какой он учёный τι επιστήμονας είναι αυτός.

    3. (αναφορ.) ποιος, τι•

    не знаю -ую книгу вам дать δεν γνωρίζω ποιο βιβλίο να σας δώσω.

    || που, οποίος•

    таких гвоздей -их вам нужно, у меня нет τέτοια καρφιά, που εσείς θέλετε, δεν έχω.

    4. ένας, κάποιος• οποιοσδήποτε. || (σε συνδυασμό με αρνητ. εκφράσεις: неизвестно: неведомо, не знаю κ.τ.τ.) για ποιόν, για τι•

    он поехал в афины неизвестно по -им делам αυτός πήγε στην Αθήνα, χωρίς να ξέρουμε για υποθέσεις (άγνωστο για τι).

    5. επιφ. τι•

    какой умный человек! τι έξυπνος άνθρωπος!•

    какой добрый! τι καλός!•

    -ое несчастие! τι δυστυχία!

    εκφρ.
    какой бы то ни был (было) – οποιοσδήποτε, καθένας, όποιος και να είναι•
    какой ни (на)есть – οποιοσδήποτε, όποιος να είναι, όποιος σας αρέσει•
    хоть какой ή какой хотите – οποιοδήποτε, όποιο θέλετε•
    из -ихπαλ. από ποιο κοινωνικό στρώμα•
    ни в -ую – με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση•
    где какой – ο καθένας εκεί που πρέπει•
    когда какой – το κάθε τι στον καιρό του•
    кому «• – ανάλογα με τον άνθρωπο•
    какой тут – άστ αυτά, έλα (σώπα) τώρα•
    какой там – τι είν αυτά (εκεί) που λες•
    какой там наши? – τι ζητάν οι δικοί μας εκεί;•
    -им образом? – πως; με τι τρόπο;

    Большой русско-греческий словарь > какой

  • 60 когда

    επίρ. κ. σύνδ.
    1. επίρ. ερωτημ. πότε;•

    когда вы придёте ко мне? πότε θα έρθετε σε μένα;

    2. επίρ. χρον. πότε•

    не помню когда это было δε θυμάμαι πότε έγινε αυτό•

    неизвестно, когда άγνωστο πότε.

    3. κάποτε, ενίοτε•

    когда сыт, когда голоден πότε χορτάτος, πότε νηστικός•

    когда можно, когда нельзя κάποτε επιτρέπεται, κάποτε δεν επιτρέπεται.

    4. σύνδ. χρον. όταν•

    это было - ты был маленьким αυτό έγινε, όταν εσύ ήσουν μικρός.

    5. σύνδ. υποθ. αν, εάν•

    ах так, когда я тебе отомщу αν είναι έτσι, θα σε εκδικηθώ.

    εκφρ.
    есть -! – δεν ευκαιρώ!•
    когда бы ещё – κάποτε (στο παρελθόν ή στο μέλλον)•
    когда бы ни – κάθε φορά που, όποτε και να• когда-когда ή когда-никогда κάποτε-κάποτε, αραιά και που•
    редко когда – πολύ αραιά, πολύ σπάνια.

    Большой русско-греческий словарь > когда

См. также в других словарях:

  • был в близких отношениях — прил., кол во синонимов: 31 • был в дружбе (17) • был в дружеских отношениях (18) • …   Словарь синонимов

  • был в дружбе — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружеских отношениях (18) • …   Словарь синонимов

  • был в дружеских отношениях — прил., кол во синонимов: 18 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в коротких отношениях — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в приятельских отношениях — прил., кол во синонимов: 19 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был в товарищеских отношениях — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был на дружеской ноге — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был на короткой ноге — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был накоротке — прил., кол во синонимов: 17 • был в близких отношениях (31) • был в дружбе (17) • …   Словарь синонимов

  • был не по вкусу — прил., кол во синонимов: 11 • был не по душе (11) • был не по мысли (10) • был не по нем …   Словарь синонимов

  • был не по душе — прил., кол во синонимов: 11 • был не по вкусу (11) • был не по мысли (10) • был не по нем …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»