Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

она

  • 81 доболтаться

    ρ.σ. φλυαρώ τόσο, που, μέχρι... -ешься до того, что выгонят со службы φλυαρείς τόσο, που θα σε διώξουν από την υπηρεσία•

    -лась она до абсурда αυτή φλυάρη σε μέχρι παραλογισμό.

    Большой русско-греческий словарь > доболтаться

  • 82 домыть

    -мою, -моешь, -моет! ρ.σ.μ. αποπλύνω, τελειώνω το πλύσιμο• πλύνω ως•

    она -ла пол αυτή απόπλυνε το πάτωμα•

    домыть до половины μισοπλύνω.

    αποπλύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > домыть

  • 83 доносить

    -ношу, -носишь ρ.σ.μ.
    1. απομεταφέρω, τελειώνω τη μεταφορά•

    доносить дрова в сарай τελειώνω τη μεταφορά καυσόξυλων στην ξυλαποθήκη,

    2. αποφορώ, φορώ ως το τέλος•

    доносить туфли до дыр φορώ τις παντούφλες ώσπου να τρυπήσουν.

    3. γεννώ κανονικά, στον καιρό•

    она не -ла αυτή γέννησε παράκαιρα (απόβαλε).

    1. τρίβομαι, φθείρομαι, λιώνω από την πολλή χρήση (για ενδύματα, υποδήματα).
    2. βλ. донестись (1 σημ.) βλ. κ.ρ. донести(сь).

    Большой русско-греческий словарь > доносить

  • 84 её

    1. προσωπική αντων. 3ου προσ. θ., γεν. κ. αιτ, ονομ. она; αυτής (της), αυτήν (την)•

    вчера я её встретил εγώ τη συνάντησα χτες.

    2. κτητ. αντων. её мать η μητέρα της•

    её отец ο πατέρας της•

    её платье το φόοεμά της•

    её вещи τα πράγματα της.

    Большой русско-греческий словарь > её

  • 85 ею

    οργαν. πτ. της αντων. она.
    εκφρ.
    взять (брать) за -ы – (απλ.) α) πιάνω από το λαιμό, β) καταναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ею

  • 86 жить

    живу, живешь; παρλθ. χρ. жил
    -ла, жило (με αρνητ. μόριο не жил, не жила, не жило, не жили);
    επιρ. μτχ. живя
    κ. (απλ.) живучи
    ρ.δ.
    1. ζω, βιώ•

    я живу только для вас ζω μόνο για σας•

    цвета не могут жить в темноте τα λουλούδια δεν ζουν στο σκοτάδι•

    мыслью о родине ζω με τη σκέψη για την πατρίδα.

    2. κατοικώ, διαμένω, μένω•

    он живет в афинах αυτός ζει στην Αθήνα•

    отец живет в провинции ο πατέρας ζει στην επαρχία.

    3. ζορίζομαι τα προς του ζειν, (απο)ζώ•

    жить собственным трудом αποζώ με τη δουλειά μου.

    4. διαβιώ, κάνω ζωή, περνώ•

    он вивет богато αυτός ζει πλούσια•

    жить в довольстве καλοζώ, ευ-ζωώ, καλοπερνώ, περνώ ζωή και κότα•

    жить зажиточно ευπορώ•

    жить барином ζω αρχοντικά•

    жить честно ζω τίμια•

    жить на широкую ногу ζω πλουσιοπάροχα.

    5. συζώ, συμβιώ.
    6. έχω ερωτικές σχέσεις•

    она жила со многими αυτή τα ‘χε με πολλούς.

    εκφρ.
    мне надоело жить – βαρέθηκα τη ζωή•
    жил-был – μια φορά κι έναν καιρό•
    жить помаленьку – ζω έτσι κι έτσι, καλούτσικα•
    приказал (ή велел) долго жить – μας άφησε χρόνους(πέθανε)•
    жить надеждой – ζω με την ελπίδα•
    жить своим умом (ή разумом) – μένω με τις απόψεις μου, τη γνώμη μου, διατηρώ τίς απόψεις μου.
    ζω, διαβιώ (για συνθήκες).

    Большой русско-греческий словарь > жить

  • 87 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 88 забросить

    -ошу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заброшенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    забросить невод ρίχνω το δίχτυ.

    || κάμπτω, γέρνω•

    забросить голову назад ρίχνω πίσω (ανακάμπτω) το κεφάλι•

    забросить одну ногу на другую βά-βάζω το πόδι απανωτά•

    судьба его -ла далеко η τύχη τον έρριξε μακριά.

    2. αφήνω, ξεχνώ•

    я -ил куда-то ключи, а теперь не найду άφησα κάπου τα κλειδιά και τώρα δεν τα βρίσκω.

    3. εγκαταλείπω, παραμελώ•

    она совсем -ла детей αυτή εντελώς παραμέλησε τα παι,διά.

    4. σταματώ, παύω να ασχολούμαι•

    забросить музыку παρατώ τη μουσική•

    забросить чтение παρατώ το διάβασμα.

    Большой русско-греческий словарь > забросить

  • 89 зависть

    θ.
    ζήλια• φθόνος, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία•

    она от -и кусала себе губы αυτή από ‘τη ζήλια δάγκωνε τα χείλη της•

    на -и έτσι που να ζηλεύουν, για ζήλια.

    Большой русско-греческий словарь > зависть

  • 90 зад

    -а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы а.
    1. το πισινό μέρος• τα νώτα•

    стать (ή повернуть(ся) -ом кому γυρίζω τις πλάτες σε κάποιον•

    она надела платье -ом наперед αυτή έντυσε το φόρεμα ανάποδα (το πίσω μπροστά)•

    зад у телеги очень узок το πισινό μέρος του αμαξιού είναι πολύ στενό.

    || (για ζώα) τα καπούλια. || ο πισινός του ανθρώπου•

    он ударил его в зад τον χτύπησε στον πισινό.

    2. πλθ. зады, -ов το πίσω μέρος των σπιτιών, οδών κ. τ.τ.
    3. πλθ. τα προηγούμενα, τα περασμένα•
    επαναλαβαίνω τα περασμένα (μαθήματα κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > зад

  • 91 заключить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заключенный, βρ: -чен, -чет, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω φυλακή, φυλακίζω.
    2. εγκλείω, κλείνω μέσα•

    заключить в монастырь κλείνω στο μοναστήρι•

    -в скобки κλείνω (βάζω) σε παρένθεση.

    3. τελειώνω, ολοκληρώνω•

    заключить речь τελειώνω το λόγο•

    заключить счет κλείνω το λογαριασμό.

    4. συμπεραίνω, συνάγω, πορίζομαι, καταλήγω στο συμπέρασμα.
    5. συνάπτω, κλείνω•

    заключить договор κλείνω συμφωνία•

    заключить союз κλείνω συμμαχία, συμμαχώ•

    заключить контракт κλείνω σύμβαση•

    заключить пари βάζω στοίχημα•

    заключить брак συνάπτω γάμο.

    εκφρ.
    заключить в объятия – σφίγγω στην αγκαλιά.
    παλ. κλείνομαι•

    зимою мы -лись в доме το χειμώνακλειστήκαμε στο σπίτι•

    она -лась в монастырь αυτή κλείστηκε στο μοναστήρι.

    Большой русско-греческий словарь > заключить

  • 92 заняться

    займусь, займешься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. занявшийся, ρ.σ.
    1. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι•

    заняться спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό•

    заняться политикой ασχολούμαι με την πολιτική•

    пустяками ασχολούμαι με τιποτενια πράγματα.

    2. αρχίζω, καταπιάνομαι•

    он -лся письмом αυτός άρχισε να γράφει•

    она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά.

    εκφρ.
    дух -лся (занимает(ся); дыхание -лось (занимает(ся) – μου πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή.
    ρ.σ.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    сажа в трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πήρε φωτιά.

    2. αρχίζω να (ανα) φαίνομαι•

    заря -лась άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει.

    Большой русско-греческий словарь > заняться

  • 93 запрещённый

    επ. από μτχ.
    απαγορευμένος•

    она читала -ые книги αυτή διάβαζε απαγορευμένα βιβλία.

    Большой русско-греческий словарь > запрещённый

  • 94 зарумянить

    ρ.σ.μ. κοκκινίζω•

    мороз -ил щеки η παγωνιά κοκκίνισε τα μάγουλα.

    || ψήνω, τηγανίζω, καβουρδίζω (μέχρι, να κοκκινίσει.).
    1. κοκκινίζω•

    она -лась от стыда αυτή κοκκίνησε από ντροπή•

    вышня -лась η βυσσινιά κοκκίνησε.

    2. ψήνομαι, τηγανίζομαι, καβουρδίζομαι μέχρι κοκκίνισμα•

    пирог -лся η πίτα κοκκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > зарумянить

  • 95 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 96 избранник

    α. -ца, -ы θ.
    1. εκλεκτός•

    избранник народа λαοπρόβλητος.

    || εκλεκτός της καρδιάς, ταίρι•

    она приехала с -ом своим αυτή ήρθε με τον εκλεκτό της.

    || ευνοούμενος•

    избранник судьбы ευνοούμενος της τύχης.

    2. (παλ. υψ. ύφος) επίλεκτος, εξαίρετος, έκτακτος.

    Большой русско-греческий словарь > избранник

  • 97 изумительно

    επίρ.
    καταπληκτικά•

    она красива αυτή είναι καταπληκτικά όμορφη.

    Большой русско-греческий словарь > изумительно

  • 98 инсценировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.. (κυρλξ. κ. μτφ.) σκηνοθετώ•

    инсценировать роман σκηνοθετώ μυθιστόρημα•

    она -ла обморок αυτή έκανε πως λιποθύμησε•

    полиция -ла погром η αστυνομία σκηνοθέτησε διωγμό.

    Большой русско-греческий словарь > инсценировать

  • 99 испустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ. αναδίδω, εκπέμπω• βγάζω•

    испустить запах βγάζω μυρουδιά•

    испустить крик βγάζω κραυγή•

    она -ла вздох αυτή αναστέναζε (έβγαλεΐ αναστεναγμό)•

    испустить дух (ή последний вздох ή издыхание) εκπνέω, παραδίδω το πνεύμα, πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > испустить

  • 100 истаять

    -аю, -аешь ρ.σ.
    λιώνω, τήκομαι•

    воск весь -ял το κηρί όλο έλιωσε.

    || μτφ. εξασθενίζω•

    она совсем -ла от тоски αυτή έλιωσε από τη θλίψη.

    Большой русско-греческий словарь > истаять

См. также в других словарях:

  • она — местоимение, употр. наиб. часто Морфология: (нет) кого? её, кому? ей, (вижу) кого? её, кем? ей и ею, о ком? о ней 1. Она вы употребляете тогда, когда говорите о какой либо женщине, девушке, девочке, которая не участвует в вашем разговоре с кем… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Она — мужчина She s the Man Жанр …   Википедия

  • она — её, ей, её, ею и ей, о ней (с предлогами: ней, неё); местоим. сущ. 1. Указывает на предмет речи или на лицо, не являющееся ни говорящим, ни собеседником (выраженные существительным ед., ж.). Она должна ехать на юг. Река здесь есть? Она за лесом.… …   Энциклопедический словарь

  • ОНА — ОНА, её, ей, её, ей и ею, о ней (о начальном н после предлогов см. §66; без н, напр. у ей, с ей и т.п. прост. обл.), мест. личное 3 го лица ед. жен. Те же значения, что у он 1, но применительно к предмету жен. ед.: 1) Моей Татьяне все равно. «Она …   Толковый словарь Ушакова

  • Она — (иноск.) предметъ любви. Ср. (Изъ за портьеры) явилась она... Вы, конечно, не потребуете, чтобы я назвалъ ее по имени... Я буду звать ее просто она. Она моя героиня. Она... Это, если хотите, напоминаетъ нѣсколько таинственно сантиментальныя… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ОНА — остронаправленная антенна Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. ОНА Онега код аэропорта авиа, Архангельская обл. Источник: http://www.vinavia.com/airports/72071701010673070.shtml ОНА …   Словарь сокращений и аббревиатур

  • она — симпатия, возлюбленная Словарь русских синонимов. она см. возлюбленная Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.: Русский язык. З. Е. Александрова. 2011 …   Словарь синонимов

  • ОНА — (самоназвания селькнам, огнеземельцы, алакалуф, ямана) индейская народность общей численностью 50 чел. Основные страны расселения: Аргентина 25 чел., Чили 25 чел. Языки она, алакалуф, ямана, испанский. Религиозная принадлежность верующих:… …   Современная энциклопедия

  • она́гр — онагр, а (ист., зоол.) …   Русское словесное ударение

  • Она — I ж. разг. 1. Употребляется при обозначении лица женского пола, которое не названо в речи, но подразумевается говорящим, является предметом его мыслей. 2. Употребляется при обозначении предмета чьей либо любви; возлюбленная. II мест. 1.… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Она — I ж. разг. 1. Употребляется при обозначении лица женского пола, которое не названо в речи, но подразумевается говорящим, является предметом его мыслей. 2. Употребляется при обозначении предмета чьей либо любви; возлюбленная. II мест. 1.… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»