Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

наше

  • 1 наше

    наше с. р. от наш
    * * *
    с. р. от наш

    Русско-греческий словарь > наше

  • 2 наш

    наш (наша, наше, наши) ( δικός) μας· где \наши места? Πού είναι οι θέσεις μας; вот \наш дом να το σπίτι μας· это \наша книга είναι το βιβλίο μας· это \наше место είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας· это \наши дети είναι τα παιδιά μας
    * * *
    (наша, наше, наши)

    где наши места́? — πού είναι οι θέσεις μας

    вот наш домνα το σπίτι μας

    э́то наша кни́га — είναι το βιβλίο μας

    э́то наше ме́сто — είναι δική μας θέση, είναι η θέση μας

    э́то наши де́ти — είναι τα παιδιά μας

    Русско-греческий словарь > наш

  • 3 наш

    наш
    (наша, наше, мн. наши) Х.мест. притяж. (δικός) μας / ἡμέτερος (с сущ.):
    \наш дом τό σπίτι μας· один \наш друг ενας φίλος μας· э́та книга \наша αὐτό τό βιβλίο εἶναι δικό μας· это \наше право αὐτό εἶναι δικαίωμα μας·
    2. сущ, \наши мн. οι δικοί μας· ◊ \наша взяла́1 разг ἡ νίκη εἶναι δική μας!, νικάμε!, κερδίζουμε!· по \нашему мнению κατά τή γνώμη μας.

    Русско-новогреческий словарь > наш

  • 4 правый

    прав||ый I
    прил
    1. δεξιός, δεξίς:
    \правыйая рука́ τό δεξί χέρι·
    2. полит δεξιός, τής δεξιάς παράταξης:
    \правый уклон ἡ δεξιά παρέκκλιση.
    пра́в||ый II
    прил (справедливый) δίκαιος, νόμιμος, σωστός, ὁρθός:
    наше дело \правыйое ἡ ὑπόθεσή μας εἶναι δίκαια· быть \правыйым ἔχω δίκαιο, ἔχω δίκιο· вы совершенно \правыйы ἔχετε ἀπόλυτο δίκαιο.

    Русско-новогреческий словарь > правый

  • 5 приковать

    приковать
    сов, приковывать несов
    1. ἀλυσοδένω:
    прикованный Прометей ὁ Προμηθέας δεσμώτης·
    2. перен καθηλώνω, καρφώνω, προσηλώνω:
    наше внимание приковано к... ἡ προσοχή μας εἶναι προσηλωμένη σέ...· страх приковал его́ к месту ὁ φόβος τόν κάρφωσε στον τόπο· прикованный к постели κατάκοιτος, κλινήρης.

    Русско-новогреческий словарь > приковать

  • 6 счастье

    счасть||е
    с
    1. ἡ εὐτυχία·
    2. (удача) ἡ τύχη:
    к \счастьею εὐτυχώς· по \счастьею κατά κα-λή[ν] τύχη[ν]· на наше \счастье κατά καλή μας τύχη· ваше \счастье, что... είχατε τύχη πού...· пожелать кому-л, \счастьея εὐχομαι καλή τύχη σέ κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > счастье

  • 7 таков

    таков
    (такова, таково́, мн. таковы) мест. τέτοιος, τοιοῦτος:
    я не \таков ἐγώ δέν εἶμαι ἀπ' αὐτούς· \таковό наше мнение αὐτή εἶναι ἡ γνώμη μας· все они \таковώ τέτοιοι εἶναι ὅλοι τους· \таковώ факты ἔτσι ἔχουν τά γεγονότα· ◊ и был \таков разг ἀπό δῶ πδν κι οἱ ἀλλοι.

    Русско-новогреческий словарь > таков

  • 8 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 9 пропадать

    ρ.σ. πέφτω• ρίχνω•

    снег -ал всё утро χιόνι έρριξε όλο το πρωί.

    ρ.δ.
    βλ. пропасть.
    εκφρ.
    где наше не -ло! – ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγάλει η άκρη !

    Большой русско-греческий словарь > пропадать

  • 10 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 11 я

    меня, мне, меня, мною, κ. мной, обо мне προσωπική αντωνυμία πρώτου προσώπου• εγώ•

    я и мой брат εγώ και ο αδερφός μου•

    отпустите меня домой αφήστε με να πάω σπίτι μου•

    вчера меня не было дома χτες εγώ δεν ήμουν στο σπίτι•

    она меня любит αυτή με αγαπάει•

    я пишу εγώ γράφω•

    я сам это сделал εγώ ο ίδιος (μόνος μου) το έφτιαξα•

    не забываете меня μη με ξεχνάτε•

    вспомните меня θυμηθήτε με•

    эта работа сделана мной (мною) αυτή η δουλειά έγινε από μένα (την έκανα εγώ)•

    всё я да я όλο εγώ κι εγώ•

    бедный я! ο δύστυχος εγώ!

    ουσ. ουδ. άκλ. (φιλοσ.) το εγώ•

    всё моё я όλο το εγώ μου•

    наше я το εγώ μας.

    εκφρ.
    я тебя (его, вас, их) – θα σου (του, σας, τους) δείξω εγώ (σαν απειλή)•
    по мне – κατ εμέ, κατά τη γνώμη μου•
    я не я – τίποτε δεν ξέρω, δεν έχω καμιά σχέση με κάτι.

    Большой русско-греческий словарь > я

См. также в других словарях:

  • наше́ст — нашест …   Русское словесное ударение

  • наше всё — наше все нареч, кол во синонимов: 6 • водка (162) • гений русской литературы (3) • наше всё (1) • …   Словарь синонимов

  • Наше — I н аше ср. разг. То, что принадлежит или свойственно нам. II мест. 1. Принадлежащее нам. 2. Свойственное нам, характерное для нас. 3. Осуществляемое, совершаемое нами. отт. Переживаемое, испытываемое нами. 4. Связанное с нами какими либо… …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • наше́ст — а, м. и нашесть, и, ж. обл. То же, что насест. [Ястреб] не слетает с нашеста или колодки, когда она [собака] подходит. С. Аксаков, Рассказы и воспоминания охотника. Рано утром, когда еще куры сидели на нашесте, Гурьян запряг мерина. Неверов,… …   Малый академический словарь

  • наше — I местоим. прил.; на/шего, на/шему, на/шим, о на/шем; ср.; мн.: на/ши, на/ших, на/шими, о на/ших; см. наш I II см. наш I; его; ср. О том, что принадлежит или свойственно нам; своё. Мы нашего никому не отдадим …   Словарь многих выражений

  • Наше радио — ООО «Наше Радио» …   Википедия

  • Наше Радио — Город Москва Страна  Россия …   Википедия

  • Наше радио (радиостанция) — НАШЕ Радио НАШЕ Радио Город Москва Страна  Россия …   Википедия

  • Наше дело (альбом) — Наше дело …   Википедия

  • наше вам — здорово живете, здорово живешь, мое почтение, здравствуйте, здорово, привет, приветствую вас, наше почтение, здравствуй, приветствую, наше вам с кисточкой Словарь русских синонимов. наше вам нареч, кол во синонимов: 11 • здорово (143) …   Словарь синонимов

  • Наше мнение — Наше мнение  сайт экспертного сообщества Беларуси. Специализируется на производстве публичной аналитической продукции в области политики, экономики, социальной и культурной политики. Материалы публикуются с 23 февраля 2003. Адрес в сети… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»