Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

для+меня

  • 1 для

    для για, δια всё \для победы όλα για τη νίκη это \для меня αυτό είναι για μένα; \для того, чтобы... για να...
    * * *
    για, δια

    всё для побе́ды — όλα για τη νίκη

    э́то для меня́ — αυτό είναι για μένα

    для того́, что́бы... — για να…

    Русско-греческий словарь > для

  • 2 для

    πρόθ. με γεν.
    1. για, δια•

    для детей για τα παιδιά•

    для взрослых για τους ενήλικους.

    || υπέρ, χάριν•

    для бедных για τους φτωχούς, υπέρ των φτωχών•

    я это делаю только для вас αυτό το κάνω μόνο για (χάριν) εσάς•

    каждый -себя καθένας για τον εαυτό του.

    2. (σκοπό), προορισμό) για, δια•

    всё для победы Ολα για τη νίκη•

    для нажива για το κέρδος•

    альбом для рисования τετράδιο ιχνογραφίας•

    ящик для писем γραμματοκιβώτιο•

    книга для детей παιδικό βιβλίο.

    3. όσον αφορά, ως προς•

    вредно для детей είναι βλαβερό για τα παιδιά•

    полезно здоровья είναι ωφέλιμο για την υγεία•

    для меня время дорого για μένα ο χρόνος είναι πολύτιμος.

    4. με την ευκαιρία•

    угостить- праздника κερνώ για τη γιορτή.

    εκφρ.
    для радиβλ. для; не для чего δεν υπάρχει λόγος για να•
    не для чего торопиться – δεν υπάρχει λόγος για να βιαστώ.

    Большой русско-греческий словарь > для

  • 3 я

    я (меня, мне. мной, мною, обо мне) εγώ; я рад вас видеть χαίρω που σας βλέπω; у меня есть (нет)... ( δεν) έχω...· для меня για μένα; дайте мне... δώστε μου...· это мне? είναι για μένα; это принадлежит мне αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ' εμένα; возьмите меня с собой πάρτε με μαζί σας; он мною доволен είναι ευχαριστημένος μαζί μου;. он расскажет вам обо мне θα σας μιλήσει για μένα
    * * *
    (меня, мне, мной, мною, обо мне)

    я рад вас ви́деть — χαίρω που σας βλέπω

    у меня́ есть (нет)... — (δεν) έχω…

    для меня́ — για μένα

    да́йте мне... — δώστε μου…

    э́то мне? — είναι για μένα

    э́то принадлежи́т мне — αυτό μου ανήκει, αυτό ανήκει σ'εμένα

    возьми́те меня́ с собо́й — πάρτε με μαζί σας

    он мно́ю дово́лен — είναι ευχαριστημένος μαζί μου

    он расска́жет вам обо мне́ — θα σας μιλήσει για μένα

    Русско-греческий словарь > я

  • 4 я

    я
    1. (меня, мне, мной, мною) мест, личн. ἐγώ:
    это я ἐγώ είμαι· вот и я νάμαι καἴ ἐγώ· я сам ἐγώ ὁ ἰδιος· э́то для меня αὐτό εἶναι γιά μένα· вы меня́ видели на улице? μέ είδατε στό δρόμο;· дай мне книгу δώσε μου τό βιβλίο· эта работа сделана мной αὐτή τή δουλειά τήν Εκανα ἐγώ· пойдем со мной πᾶμε μαζί· вы говорите обо мне? γιά μένα μιλάτε;· отпустите меня ἀφήστε με· я, нижеподписавшийся, свидетельствую, что... (ἐγώ) ὁ ὑποφαινόμενος (или ὁ κάτωθι ὑπογεγραμμένος) πιστοποιώ δτι...·
    2. с нескл. τό ἐγώ:
    он \я мое второе я εἶναι τό ἄλλο μου ἐγώ· я не я буду... νά μή μέ λένε...· я тебя (его, их, вас) (при выражении угрозы) θά σοῦ (τοῦ...) δείξω· по мне... κατ' ἐμέ, κατά τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > я

  • 5 важно

    важно предик, έχει σημασία, ενδιαφέρει это не \важно δεν είναι τίποτα το σπουδαίο* для меня очень \важно...για μένα έχει σημασία... мне \важно знать... το βασικό είναι να ξέρω...
    * * *
    предик.
    έχει σημασία, ενδιαφέρει

    э́то не ва́жно — δεν είναι τίποτα το σπουδαίο

    для меня́ о́чень ва́жно... — για μένα έχει σημασία…

    мне ва́жно знать... — το βασικό είναι να ξέρω…

    Русско-греческий словарь > важно

  • 6 честь

    честь ж η τιμή; в \честь... προς τιμή...· это для меня большая — μεγάλη μου τιμή
    * * *
    ж
    η τιμή

    в честь... — προς τιμή…

    э́то для меня́ больша́я честь — μεγάλη μου τιμή

    Русско-греческий словарь > честь

  • 7 неожиданность

    неожи́данн||ость
    ж τό ἀναπάντεχο, τό ξαφνικό / τό ἀπροσδόκη-το[ν], τό ἀπρόοπτο[ν] (чего-л.):
    \неожиданностьость его́ прихода смутила меня ὁ ἀπροσδόκητος ἐρχομός του μέ σάστισε· это для меня полная \неожиданностьость αὐτό εἶναι γιά μένα ἐντελως ἀναπάντεχο, αὐτό δέν τό περίμενα ποτέ· возможны всякие \неожиданностьости μπορούν νά συμβούν διάφορα ἀπρόοπτα.

    Русско-новогреческий словарь > неожиданность

  • 8 весь

    всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.
    1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•

    весь день όλη τη μέρα•

    весь мир όλος ο κόσμος•

    вся страна όλη η χώρα•

    все население όλος ο πληθυσμός•

    все люди όλοι οι άνθρωποι•

    со всех сторон από παντού•

    всеми силами με όλες τις δυνάμεις.

    || με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•

    молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.

    2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•

    он весь в поту είναι κάθιδρος•

    он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.

    3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•

    все для победы όλα για τη νίκη•

    для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.

    4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•

    лучше всех καλύτερα απ’ όλους.

    5. Με όλο(ν), όλη•

    во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•

    изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•

    при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•

    во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.

    εκφρ.
    безκ. безо всего χωρίς τίποτε•
    все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•
    все одно – το ιδιο είναι•
    все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•
    весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•
    вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•
    все одноκ. все едино βλ. πιο πάνω•
    все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).
    θ.
    παλ. χωριό.

    Большой русско-греческий словарь > весь

  • 9 событие

    событи||е
    с τό γεγονός, τό συμβάν:
    межунаро́дные \событиея τά διεθνή γεγονότα· последние \событиея τά τελευταία γεγονότα· это для меня целое \событие αὐτό γιά μένα ἀποτελεί πραγματικό γεγονός.

    Русско-новогреческий словарь > событие

  • 10 являться

    явля||ться
    несов
    1. φθάνω, Ερχομαι / ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (по приказанию):
    \являться в суд προσέρχομαι στό δικαστήριο· \являться в назначенный час παρουσιάζομαι στήν καθορισμένη ὠρα· \являться вовремя ἐρχομαι στήν (δρα μου· \являться кстати Ερχομαι στήν κατάλληλη στιγμή· \являться за чем-либо ἐρχομαι γιά κάτι· \являться в театр φτάνω στό θέατρο·
    2. (появляться, возникать) ἐμφανίζομαι, παρουσιάζομαι·
    3. (оказываться, становиться) είμαι:
    \являться причиной εἶναι αἰτία (τοῦ δτι)· для меня это \являтьсяет-ся полнейшей неожиданностью αὐτό γιά μένα εἶναι ἐντελώς ἀπροσδόκητο· он \являтьсяется директором εἶναι διευθυντής· \являтьсяться авторитетом εἶμαι αὐθεντία·
    4. (быть) είμαι, γίνομαι, ἀποτελώ:
    \являться образцом ἀποτελῶ ὑπόδειγμα· этот факт \являтьсяет-ся доказательством того́, что... αὐτό τό γεγονός ἀποτελεί ἀπόδειξη τοῦ ὅτι...· \являться средством εἶναι μέσον.

    Русско-новогреческий словарь > являться

  • 11 достаточно

    επίρ.
    1. αρκετά, επαρκώς•

    сильный αρκετά δυνατός.

    || σημαντικά.
    2. ως κατηγ. φτάνει, αρκεί, είναι αρκετό•

    этого для меня достаточно αυτό για μένα φτάνει, μου είναι αρκετό•

    -взглянуть, напомнить, сказать αρκεί να ρίξεις μια ματιά, να υπενθυμίσεις, να πεις.

    Большой русско-греческий словарь > достаточно

  • 12 значить

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. значащий
    ρ.δ. σημαίνω, δηλώνω, φανερώνω• δείχνω• εκφράζω•

    что -ит по-гречески это русское слово? τι σημαίνει στα ελληνικά αυτή η ρωσική λέξη;•

    что это -ит? τι σημαίνει αυτό;•

    это-ит, что... αυτό σημαίνει ότι...• если я молчу, это не -ит, что я сержусь αν εγώ σωπαίνω, αυτό δε θα πει πως είμαι θυμωμένος•

    это для меня ровно ничего не -ит αυτό για μένα δε σημαίνει, τίποτε ή δεν έχει καμιά σημασία•

    вот что -ит быть неосторожным να τι θα πει να είναι κανένας απρόσεχτος.

    εγγράφομαι, είμαι γραμμένος (στον κατάλογο).

    Большой русско-греческий словарь > значить

  • 13 наслаждение

    ουδ.
    απόλαυση, τέρψη, ηδονή ευφροσύνη, αγαλλίαση•

    эта работа для меня наслаждение αυτή η δουλειά για μένα είναι απόλαυση.

    Большой русско-греческий словарь > наслаждение

  • 14 недоступный

    επ., βρ: -пен, -пна, -пно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) απρόσιτος απρόσβατος απλησίαστος, απροσέγγιστος δυσπρόσιτος•

    он -ен αυτός είναι απρόσιτος•

    -ая скала απρόσιτος βράχος•

    недоступный человек δυσπρόσιτος άνθρωπος•

    это для меня -о αυτό για μένα είναι ακατόρθωτο.

    || δυσαπόκτητος, δυσεύρητος•

    недоступный товар δυσαπόκτητο εμπόρευμα.

    2. δυσνόητος, δυ-σκατάληπτος, όύσληπτος•

    это -о моему пониманию αυτό για μένα είναι ακαταλαβίστικο.

    Большой русско-греческий словарь > недоступный

  • 15 ноль

    κ. нуль
    α.
    μηδέν (Ο).
    (για θερμοκρασία κλπ.) μηδέν•

    температура пять градусов ниже -я θερμοκρασία πέντε βαθμούς κάτω του μηδενός.

    || (για ανθρώπους) μηδαμινός, τίποτε, τιποτένιος•

    для меня он ноль για μένα αυτός είναι ένα μηδενικό (τίποτε).

    εκφρ.
    ноль-ноль – α) ακριβώς (για χρόνο)• β) (αθλτ.) ισοπαλία•
    ноль внимания – (απλ.) καθόλου προσοχή•
    ноль без палочки – ένα μεγάλο μηδενικό•
    свести к -ю – εκμηδενίζω•
    стричь под ноль – κουρεύω σύρριζα.

    Большой русско-греческий словарь > ноль

  • 16 равно

    1. (γραπ. λόγος)•
    επίρ.
    όμοια, ίσα, εζ ίσου, το ίδιο, στον ίδιο βαθμό•

    я люблю равно всех моих детей αγαπώ το ίδιο όλα μου τα παιδιά.• для меня всё равно για μένα είναι το ίδιο)•

    мне всё равно για μένα το ίδιο είναι.

    2. ως κατηγ. ισούται•

    четыре плюс два равно шести τέσσερα και (συν) δύο κάνουν (γίνονται) έξι•

    восемь минус три равно пяти οχτώ πλην τρία=πέντε.

    3. (γραπ. λόγος) επίσης, ομοίως.

    Большой русско-греческий словарь > равно

  • 17 честь

    θ.
    1. τιμή•

    дело честьи ζήτημα τιμής•

    клясться -ью ορκίζομαι στην τιμή μου•

    долг -и καθήκο τιμής•

    задеть чью-н. честь θίγω την τιμή κάποιου.

    || υπερηφάνεια, καύχημα, καμάρι•

    этот студент честь честь нашего института αυτός ο φοιτητής είναι η τιμή του Ινστιτούτου μας.

    || (για γυναίκες) αγνότητα• παρθενικότητα.
    2. σεβασμός•

    это для меня большая честь αυτό για μένα είναι μεγάλη τιμή.

    εκφρ.
    в честь – προς τιμή, σε ένδειξη τιμής ή σεβασμού•
    быть в -и – τιμούμαι•
    не сыть в -и – δεν τιμούμαι•
    из -и – ένεκα τιμής•
    к –и – προς τιμή•
    по -и – α) τίμια• έντιμα, β) ειλικρινά, με συνείδηση (καλά)•
    с -ью сделать что – κάνω κάτι με συνείδηση (εξαιρετικά καλό)•
    честь -ью ή честь почестьи – όπως πρέπει, όπως αρμόζει, όπως χρειάζεται•
    - ью (сделать что) – από καλή θέληση, προαιρετικά (κάνω κάτι)•
    иметь честь быть ваш... – έχω την τιμή να είμαι δικός σας...•
    отдать честь – α) στρατ. χαιρετώ, β) παρουσιάσω όπλα. γ) προτιμώ•
    считать ή поставить за честь что – θεωρώ τιμή μου•
    выйти с -ью из чего – βγαίνω έντιμα (από δύσκολη κατάσταση)•
    полечестьи – το πεδίο της τιμής (της μάχης)- судчестьи δικαστήριο τιμής•
    была бы -предложена – αδιαφορώ, μου είναι αδιάφορο (να δεχτώ πρόταση, να συμφωνήσω κλπ.)•
    ваша (его, твоя, их) честь – η εντιμότητα σας (του, σου, τους)•
    принадлежишь честь кому – ανήκει η τιμή σε κάποιον (για εφεύρεση, δημιουργία κ.τ.τ.)•
    честь к место кому παλ. – τιμή και θέση (παράκληση κατάληψης τιμητικής θέσης).
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    παλ. θεωρώ, εκλαμβάνω, παίρνω, λογαριάζω.
    чту, чтёшь
    ρ.δ. μ.
    (παλ. κ. διαλκ.) διαβάζω.

    Большой русско-греческий словарь > честь

  • 18 вешалка

    вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι
    * * *
    ж
    1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο

    сдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα

    2) (для одежды, шляп) η κρεμάστρα

    у меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι

    Русско-греческий словарь > вешалка

  • 19 брать

    брать
    несов
    1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:
    \брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;
    2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:
    \брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;
    3. (в обладание, в пользование) παίρνω:
    \брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;
    4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:
    \брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;
    5. (взимать, взыскивать) παίρνω:
    \брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση.

    Русско-новогреческий словарь > брать

  • 20 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

См. также в других словарях:

  • ДЛЯ-МЕНЯ-БЫТИЕ — см. Бытие всебе. Философский энциклопедический словарь. 2010 …   Философская энциклопедия

  • Нет смерти для меня (фильм) — Нет смерти для меня Жанр документальный фильм Режиссёр Рената Литвинова В главных ролях Нонна Мордюкова, Татьяна Окуневская, Татьяна Самойлова, Лидия Смирнова …   Википедия

  • Мой сын для меня — фр. Mon fils à moi …   Википедия

  • Нет смерти для меня — Жанр документальный фильм Режиссёр Рената Литвинова В главных ролях Нонна Мордюкова, Татьяна Окуневская, Татьяна Самойлова …   Википедия

  • Разыграй для меня убийство — Play Murder For Me Жанр триллер В главных ролях Трэйси Скоггинс Длительность 80 мин …   Википедия

  • Разыграй для меня убийство (фильм) — Разыграй для меня убийство Play Murder For Me Жанр триллер В главных ролях Трэйси Скоггинс Длительность 80 мин. Страна США Аргентина …   Википедия

  • предназначего не для меня — нареч, кол во синонимов: 1 • не про меня писано (8) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • Это для меня terra incognita — (иноск.) я въ этомъ не свѣдущъ (какъ не могу судить о неизвѣстной мнѣ странѣ). Ср. (Слѣдя за сердцемъ) онъ долженъ былъ сознаться, что сфера сердечныхъ отправленій была еще terra incognita. Гончаровъ. Обломовъ. 2, 2. Ср. Контъ прямо говоритъ: мы… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ЖИЗНЬ ДЛЯ МЕНЯ ЭТО КИНО — «ЖИЗНЬ ДЛЯ МЕНЯ ЭТО КИНО» (Faire un film pour moi c est vivre), Франция, 1995, 52 мин. Документальный фильм. Режиссер: Энрика Антониони. С участием Микеланджело Антониони (см. АНТОНИОНИ Микеланджело), Джона Малковича (см. МАЛКОВИЧ Джон), Софи… …   Энциклопедия кино

  • НЕТ СМЕРТИ ДЛЯ МЕНЯ — «НЕТ СМЕРТИ ДЛЯ МЕНЯ», Россия, 2000, цв. Фильм исповедь, документальный фильм интервью. Знаменитые актрисы советского кино с глазу на глаз с актрисой Ренатой Литвиновой подводят итоги прожитых лет в киноискусстве, в который раз признаются в любви …   Энциклопедия кино

  • Жена моя полсела для меня. — Жена моя полсела для меня. См. ЖЕНИХ НЕВЕСТА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»